Ο καλός πολίτης Έλλην
Κατηγορείς το κράτος, το μηχανισμό, τη συνωμοσία, τον κακό τον καιρό που τυγχάνει να φυσάει και να καίει τούτες τις μέρες. Και δεν καίει κάτι ασήμαντο. Καίει το οξυγόνο σου. Λαμπρά. Κάθεσαι όσο το κακό είναι μακριά –πόσο μακριά, νομίζεις ότι είναι πια;-, ξενυχτάς όσο τραβήξει, βλέποντας τα «καντηλάκια»-εστίες της πυρκαγιάς να καίνε. Καταρχάς, την υπόληψή σου. Καίνε την υπόληψή σου. Ως πολίτη. Που μια φορά δεν είπες να κάνεις πέντε πράγματα παραπάνω πλην της ψήφου σου. «Σας ψηφίσαμε, κύριε» και καθαρίσαμε και μας …καθαρίσατε. Πώς το λένε το άλλο κλισέ; «Δημοκρατία του καναπέ». Περίλαμπρα. Σαν την «πύρινη λαίλαπα». Μόνο που δεν είναι πια δημοσιογραφικό κλισέ. Αλλά πραγματικότητα. Κάηκε και το δικό σου σπίτι. Στην αρχή δεν σε ένοιαζε καν για του γείτονα. Πριν δυο καλοκαίρια κάτι χωριά στην Πελοπόννησο που ούτε ήξερες ότι υπήρχαν στο χάρτη καλά-καλά, δεν ήταν τρανταχτοί τουριστικοί προορισμοί, για να ταραχτείς καλοκαιριάτικα, κατάφεραν να σε ξεβολέψουν, όσο να ‘ναι. Άνθρωποι κάηκαν. Σηκώθηκες από τη λακκούβα του τριμμένου καναπέ, αλλά μετά ξαναστρογγυλοκάθισες. Έφυγε και το κακό.
Είπαμε έχεις εθιστεί στην καταστροφολογία. Σε ντοπάρει. Θες τη δόση σου, μαζί με αποχαυνωτικό κουτσομπολιό. Σε εναλλαγή. Για να μην βαριέσαι, βρε αδερφέ. Και σε βρήκε σε στάση «προσευχής», βεβαίως, η φωτιά. Μπροστά στην οθόνη σου. Να περιμένεις να κρυφοκοιτάξεις από κει τη ζωή των άλλων. Μα, ήταν αργά. Είδες τη δική σου περιουσία-ζωή, το οξυγόνο που λέγαμε, να καίγεται, επιτελώντας το καθήκον σου, έτσι που είσαι ο καλός πολίτης Έλλην.