Η αποθέωση του αρχέτυπου και η ειρωνεία της πολυσημίας
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, την Παρασκευή 14/8/2009)
«…Δεν μπορώ να το εκφράσω, αλλά είμαι βέβαιη ότι κι εσύ και ο καθένας διαισθάνεται ότι υπάρχει, πρέπει να υπάρχει, μια ζωή, μια ύπαρξη δική μας πέρα από μας. Ποιος θα ήταν ο λόγος της δημιουργίας μου, αν περιοριζόμουν απόλυτα στον εαυτό μου; Οι μεγάλες μου δυστυχίες σ’ αυτό τον κόσμο ήσαν οι δυστυχίες του Χήθκλιφ, και τις παρακολούθησα όλες και τις έζησα όλες, από την αρχή. Η μεγάλη μου σκέψη στη ζωή είναι αυτός. Αν όλα χάνονταν κι αυτός έμενε, θα συνέχιζα να υπάρχω. Κι αν όλα έμεναν κι αυτός χανόταν, το σύμπαν θα ήταν για μένα τόπος ξένος και φοβερός.… Δεν θα ‘χα θέση εκεί. Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν το φύλλωμα του δάσους. Ο χρόνος θα την αλλάξει, το ξέρω καλά, όπως ο χειμώνας αλλάζει τα δέντρα. Η αγάπη μου για τον Χήθκλιφ είναι σαν τα αιώνια βράχια αποκάτω –λίγη ευχαρίστηση μου δίνει, αλλά αναγκαία. Νέλλυ, είμαι ο Χήθκλιφ. Είναι πάντα στο νου μου. Δεν μου δίνει χαρά, όπως δεν μου δίνει χαρά ο εαυτός μου, αλλά είναι μέσα μου, σαν τον ίδιο τον εαυτόν μου…»
Στα 27 της χρόνια, έγραψε ένα βιβλίο που ακόμα παλεύουν οι κριτικοί να κατατάξουν, χωρίς να σημαίνει ότι το κατορθώνουν –τους ξεγλιστράει από παντού- και οι ερευνητές να ερμηνεύσουν· σημάδεψε την αγγλοσαξονική λογοτεχνία με την ξεχωριστή του ύπαρξη και κατέκτησε τη θέση του στον κλασικό πολιτισμό, ίσως όπως μόνο η ευφάνταστη δημιουργός του θα μπορούσε να είχε οραματιστεί. Η Έμιλυ Τζέην Μπροντέ. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου της πέθανε. Από φυματίωση. Τη νόσο των ποιητών, εκείνων που αγάπησε τόσο και αφομοίωσε την επίδρασή τους στη γραφή της με τρόπο ανεπανάληπτο.
Συνέστησε το λογοτεχνικό της μύθο με τα υλικά που ενδύθηκαν για πάντα οι βουτηγμένοι στην τραγικότητα ήρωές της. Μαζί με το χρόνο. Που κράτησε αναλλοίωτο το έργο της από το 1847 έως και σήμερα, 162 χρόνια μετά. Η Έμιλυ ίσως να έζησε να διαβάσει ορισμένες αρνητικές και οργισμένες κριτικές για τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (WUTHERING HEIGHTS), όπως έχει επικρατήσει στα ελληνικά ο τίτλος του μυθιστορήματος. Αν είχε προλάβει να διαβάσει την ανώνυμη κριτική που προέτρεπε τους αναγνώστες να κάψουν το βιβλίο της, τότε θα ήταν σίγουρη ότι είχε περάσει με τη μία στο μέλλον. Άμα σε βλέπουν σαν αιρετικό στον καιρό σου, πάει να πει ότι ενδέχεται κάπου παρακάτω κάποιοι να σε αποδεχτούν τόσο που δεν θα το άντεχες ίσως εν ζωή. Οι δάφνες ανήκαν στο απώτερο μέλλον, όπως αποδείχθηκε.
Το μεγαλύτερο κατόρθωμα αυτής της καλλιεργημένης νεαρής γυναίκας είναι ότι διέσωσε για τον αναγνώστη του καιρού της, αλλά και των επερχόμενων γενιών, την απόλαυση. Διανοητική και αισθηματική. Μετερχόμενη η ίδια λογοτεχνικά μέσα που εδράζονται στα αρχέτυπα της τέχνης και της ζωής. Γι’ αυτό και τον 21ο αιώνα μπορούμε εναργέστατα να διακρίνουμε στο έργο της τις διαστάσεις, την ακρίβεια και την εμβρίθεια αρχαίας τραγωδίας. Σπαρακτικά η συγγραφέας ανασύρει από τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης το Πάθος. Δίνοντάς του τις προεκτάσεις εκείνες που δεν αρκούνται στον Έρώτα και μόνον, ακόμη κι αν αποτελούν την αφετηρία εκδήλωσής τους. Άσχετα αν στις πρώτες του εκδόσεις στη χώρα μας το βιβλίο –μετά την προβολή των χολιγουντιανών κινηματογραφικών υπερπαργωγών- είχε την αντιμετώπιση φτηνού ρομάντζου. Ίσα ίσα, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που απαιτεί πνευματική, συναισθηματική και διανοητική ωριμότητα και εμπειρία ζωής για να συλλάβει κανείς το εύρος και το βάθος του, πίσω από τις λέξεις της Μπροντέ. Δεν πρόκειται για γραφή ούτε για ανάγνωση ψευτορομαντικών δεσποινίδων. Ούτε φρου φρου ούτε αρώματα. Μόνο βαθιά, στέρεα αφήγηση, σχεδόν μαγική, που παρασύρει και απορροφά τον αναγνώστη, με ευρηματικό ξεδίπλωμα: ένας εντελώς απέξω τρίτος παρατηρητής της ιστορίας, ο κύριος Λόκγουντ, αναγκάζεται από τη συγγραφέα να συμμετάσχει στην ιστορία, γνωρίζει τους ήρωες και ακούει εκ των έσω πια, από τη δεύτερη παρατηρήτρια και με τον τρόπο της δευτεραγωνίστρια των συμβάντων, την κυρία Ντην, σχεδόν όλη την υπόθεση.
Με κύριο εργαλείο της την οξυδερκή ειρωνεία και μια διάθεση να πει εκείνο που καταλαβαίνει ως αλήθεια με το δικό της προσωπικό ύφος, η Έμιλυ Μπροντέ με τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», κινείται πέρα από το λογοτεχνικό μύθο της οικογένειάς της κι ας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της. Ο Χήθκλιφ, ο ήρωας που φτιάχνει, θυμίζει επερχόμενο ξάδερφο των τραγικών ηρώων του παρελθόντος, μοιάζει να βγαίνει από τα αισχυλικά σπλάχνα του Αίαντα και γύρω του πλέκεται το κουκούλι της ανθρώπινης συντριβής, αποθεώνοντας τα προαιώνια αρχέτυπα. Η πορεία του μυθιστορήματος από την απόρριψη στην τέλεια αποδοχή είναι άλλη μια εκδοχή της ειρωνείας που περιβάλλει τη λογοτεχνική φιγούρα της Έμιλυ. Και με τη σειρά της αυτή είναι σαν να επιφυλάσσει ακόμη και σ’ αυτούς που την υμνούν, ένα ειρωνικό μειδίαμα από το παρελθόν. Με την τέλεια πολυσημία του βιβλίου της. Εκείνοι που έσπευσαν να την καταδικάσουν ήταν κατηγορηματικοί και διαψεύστηκαν από τη βεβαιότητά τους και εκείνοι που λαχανιάζουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της συγγραφέως με όσο το δυνατόν περισσότερες εκδοχές και αναγνώσεις, βρίσκονται πάνω στην κινούμενη άμμο της αδυναμίας επιβεβαίωσης των ερμηνειών τους. Απόλυτη ειρωνεία. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ του γούστου της Έμιλυ Μπροντέ.
Απέφευγα χρόνια να διαβάσω τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», γιατί είχα κι εγώ την εσφαλμένη εντύπωση του απλού ρομάντζου. Μιλώντας για βιβλία με μια παθιασμένη μεταφράστρια (από τα αγγλικά) και λογοτεχνικών έργων, τη ρώτησα όπως ρωτάω πάντα τι διαβάζει και τι αγαπάει περισσότερο και μου απάντησε ανενδοίαστα τα «Ανεμοδαρμένα ύψη». Από περιέργεια υπέπεσα ευτυχώς στην πρόκληση να το διαβάσω στις διακοπές μου. Και με δικαίωσε. Ένα σπουδαίο βιβλίο με δυνατά ψυχογραφήματα και χειμαρρώδη ποιητική αφήγηση που σε ξετρελαίνει αναγνωστικά. Οι Χήθκλιφ –μέσα και γύρω μας- είναι ο καλύτερος λόγος για να το διαβάσουμε. Αν δεν τους έχουμε ήδη εντοπίσει, διαβάζοντας το βιβλίο θα τους βρούμε και θα τους απελευθερώσουμε να ζήσουν πιο ανθρώπινα, χάρη στη λογοτεχνική τους δικαίωση που προϋπάρχει.
Για το τέλος να επισημάνω την επαρκή έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, με ιδιαίτερα χρήσιμη και κατατοπιστική εισαγωγή (εγώ προτίμησα να τη διαβάσω στο τέλος του μυθιστορήματος, προκειμένου να είμαι σε θέση να εκτιμήσω τις απόψεις που εκφράστηκαν προγενέστερα γι’ αυτό, αλλά να έχω και τη δική μου αίσθηση από τη γραφή της Μπροντέ που έτσι κι αλλιώς θαύμαζα μικρή την αδερφή της Σάρλοτ…) και την καλή μετάφραση στα ελληνικά από τον Άρη Μπερλή.
«…Δεν μπορώ να το εκφράσω, αλλά είμαι βέβαιη ότι κι εσύ και ο καθένας διαισθάνεται ότι υπάρχει, πρέπει να υπάρχει, μια ζωή, μια ύπαρξη δική μας πέρα από μας. Ποιος θα ήταν ο λόγος της δημιουργίας μου, αν περιοριζόμουν απόλυτα στον εαυτό μου; Οι μεγάλες μου δυστυχίες σ’ αυτό τον κόσμο ήσαν οι δυστυχίες του Χήθκλιφ, και τις παρακολούθησα όλες και τις έζησα όλες, από την αρχή. Η μεγάλη μου σκέψη στη ζωή είναι αυτός. Αν όλα χάνονταν κι αυτός έμενε, θα συνέχιζα να υπάρχω. Κι αν όλα έμεναν κι αυτός χανόταν, το σύμπαν θα ήταν για μένα τόπος ξένος και φοβερός.… Δεν θα ‘χα θέση εκεί. Η αγάπη μου για τον Λίντον είναι σαν το φύλλωμα του δάσους. Ο χρόνος θα την αλλάξει, το ξέρω καλά, όπως ο χειμώνας αλλάζει τα δέντρα. Η αγάπη μου για τον Χήθκλιφ είναι σαν τα αιώνια βράχια αποκάτω –λίγη ευχαρίστηση μου δίνει, αλλά αναγκαία. Νέλλυ, είμαι ο Χήθκλιφ. Είναι πάντα στο νου μου. Δεν μου δίνει χαρά, όπως δεν μου δίνει χαρά ο εαυτός μου, αλλά είναι μέσα μου, σαν τον ίδιο τον εαυτόν μου…»
Στα 27 της χρόνια, έγραψε ένα βιβλίο που ακόμα παλεύουν οι κριτικοί να κατατάξουν, χωρίς να σημαίνει ότι το κατορθώνουν –τους ξεγλιστράει από παντού- και οι ερευνητές να ερμηνεύσουν· σημάδεψε την αγγλοσαξονική λογοτεχνία με την ξεχωριστή του ύπαρξη και κατέκτησε τη θέση του στον κλασικό πολιτισμό, ίσως όπως μόνο η ευφάνταστη δημιουργός του θα μπορούσε να είχε οραματιστεί. Η Έμιλυ Τζέην Μπροντέ. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου της πέθανε. Από φυματίωση. Τη νόσο των ποιητών, εκείνων που αγάπησε τόσο και αφομοίωσε την επίδρασή τους στη γραφή της με τρόπο ανεπανάληπτο.
Συνέστησε το λογοτεχνικό της μύθο με τα υλικά που ενδύθηκαν για πάντα οι βουτηγμένοι στην τραγικότητα ήρωές της. Μαζί με το χρόνο. Που κράτησε αναλλοίωτο το έργο της από το 1847 έως και σήμερα, 162 χρόνια μετά. Η Έμιλυ ίσως να έζησε να διαβάσει ορισμένες αρνητικές και οργισμένες κριτικές για τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» (WUTHERING HEIGHTS), όπως έχει επικρατήσει στα ελληνικά ο τίτλος του μυθιστορήματος. Αν είχε προλάβει να διαβάσει την ανώνυμη κριτική που προέτρεπε τους αναγνώστες να κάψουν το βιβλίο της, τότε θα ήταν σίγουρη ότι είχε περάσει με τη μία στο μέλλον. Άμα σε βλέπουν σαν αιρετικό στον καιρό σου, πάει να πει ότι ενδέχεται κάπου παρακάτω κάποιοι να σε αποδεχτούν τόσο που δεν θα το άντεχες ίσως εν ζωή. Οι δάφνες ανήκαν στο απώτερο μέλλον, όπως αποδείχθηκε.
Το μεγαλύτερο κατόρθωμα αυτής της καλλιεργημένης νεαρής γυναίκας είναι ότι διέσωσε για τον αναγνώστη του καιρού της, αλλά και των επερχόμενων γενιών, την απόλαυση. Διανοητική και αισθηματική. Μετερχόμενη η ίδια λογοτεχνικά μέσα που εδράζονται στα αρχέτυπα της τέχνης και της ζωής. Γι’ αυτό και τον 21ο αιώνα μπορούμε εναργέστατα να διακρίνουμε στο έργο της τις διαστάσεις, την ακρίβεια και την εμβρίθεια αρχαίας τραγωδίας. Σπαρακτικά η συγγραφέας ανασύρει από τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης το Πάθος. Δίνοντάς του τις προεκτάσεις εκείνες που δεν αρκούνται στον Έρώτα και μόνον, ακόμη κι αν αποτελούν την αφετηρία εκδήλωσής τους. Άσχετα αν στις πρώτες του εκδόσεις στη χώρα μας το βιβλίο –μετά την προβολή των χολιγουντιανών κινηματογραφικών υπερπαργωγών- είχε την αντιμετώπιση φτηνού ρομάντζου. Ίσα ίσα, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που απαιτεί πνευματική, συναισθηματική και διανοητική ωριμότητα και εμπειρία ζωής για να συλλάβει κανείς το εύρος και το βάθος του, πίσω από τις λέξεις της Μπροντέ. Δεν πρόκειται για γραφή ούτε για ανάγνωση ψευτορομαντικών δεσποινίδων. Ούτε φρου φρου ούτε αρώματα. Μόνο βαθιά, στέρεα αφήγηση, σχεδόν μαγική, που παρασύρει και απορροφά τον αναγνώστη, με ευρηματικό ξεδίπλωμα: ένας εντελώς απέξω τρίτος παρατηρητής της ιστορίας, ο κύριος Λόκγουντ, αναγκάζεται από τη συγγραφέα να συμμετάσχει στην ιστορία, γνωρίζει τους ήρωες και ακούει εκ των έσω πια, από τη δεύτερη παρατηρήτρια και με τον τρόπο της δευτεραγωνίστρια των συμβάντων, την κυρία Ντην, σχεδόν όλη την υπόθεση.
Με κύριο εργαλείο της την οξυδερκή ειρωνεία και μια διάθεση να πει εκείνο που καταλαβαίνει ως αλήθεια με το δικό της προσωπικό ύφος, η Έμιλυ Μπροντέ με τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», κινείται πέρα από το λογοτεχνικό μύθο της οικογένειάς της κι ας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της. Ο Χήθκλιφ, ο ήρωας που φτιάχνει, θυμίζει επερχόμενο ξάδερφο των τραγικών ηρώων του παρελθόντος, μοιάζει να βγαίνει από τα αισχυλικά σπλάχνα του Αίαντα και γύρω του πλέκεται το κουκούλι της ανθρώπινης συντριβής, αποθεώνοντας τα προαιώνια αρχέτυπα. Η πορεία του μυθιστορήματος από την απόρριψη στην τέλεια αποδοχή είναι άλλη μια εκδοχή της ειρωνείας που περιβάλλει τη λογοτεχνική φιγούρα της Έμιλυ. Και με τη σειρά της αυτή είναι σαν να επιφυλάσσει ακόμη και σ’ αυτούς που την υμνούν, ένα ειρωνικό μειδίαμα από το παρελθόν. Με την τέλεια πολυσημία του βιβλίου της. Εκείνοι που έσπευσαν να την καταδικάσουν ήταν κατηγορηματικοί και διαψεύστηκαν από τη βεβαιότητά τους και εκείνοι που λαχανιάζουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της συγγραφέως με όσο το δυνατόν περισσότερες εκδοχές και αναγνώσεις, βρίσκονται πάνω στην κινούμενη άμμο της αδυναμίας επιβεβαίωσης των ερμηνειών τους. Απόλυτη ειρωνεία. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ του γούστου της Έμιλυ Μπροντέ.
Απέφευγα χρόνια να διαβάσω τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», γιατί είχα κι εγώ την εσφαλμένη εντύπωση του απλού ρομάντζου. Μιλώντας για βιβλία με μια παθιασμένη μεταφράστρια (από τα αγγλικά) και λογοτεχνικών έργων, τη ρώτησα όπως ρωτάω πάντα τι διαβάζει και τι αγαπάει περισσότερο και μου απάντησε ανενδοίαστα τα «Ανεμοδαρμένα ύψη». Από περιέργεια υπέπεσα ευτυχώς στην πρόκληση να το διαβάσω στις διακοπές μου. Και με δικαίωσε. Ένα σπουδαίο βιβλίο με δυνατά ψυχογραφήματα και χειμαρρώδη ποιητική αφήγηση που σε ξετρελαίνει αναγνωστικά. Οι Χήθκλιφ –μέσα και γύρω μας- είναι ο καλύτερος λόγος για να το διαβάσουμε. Αν δεν τους έχουμε ήδη εντοπίσει, διαβάζοντας το βιβλίο θα τους βρούμε και θα τους απελευθερώσουμε να ζήσουν πιο ανθρώπινα, χάρη στη λογοτεχνική τους δικαίωση που προϋπάρχει.
Για το τέλος να επισημάνω την επαρκή έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Άγρα, με ιδιαίτερα χρήσιμη και κατατοπιστική εισαγωγή (εγώ προτίμησα να τη διαβάσω στο τέλος του μυθιστορήματος, προκειμένου να είμαι σε θέση να εκτιμήσω τις απόψεις που εκφράστηκαν προγενέστερα γι’ αυτό, αλλά να έχω και τη δική μου αίσθηση από τη γραφή της Μπροντέ που έτσι κι αλλιώς θαύμαζα μικρή την αδερφή της Σάρλοτ…) και την καλή μετάφραση στα ελληνικά από τον Άρη Μπερλή.