Περί τυφλότητας



Την είδα πρώτη φορά στο δρόμο. Νέα. Όμορφη. Καλοντυμένη. Αποφασιστική. Μετά διέκρινα στην άκρη της σιλουέτας της ένα μπαστούνι. Τυφλών. Στάθηκα και την κοίταζα από μακριά. Θαύμασα την άνεση που περνούσε τους δρόμους. Φοβήθηκα προς στιγμήν για την ασφάλειά της. Άδικα. Ήξερε πού πήγαινε και πώς πήγαινε. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους που δεν πάσχει η όρασή τους. Η ανθρωπιά τους πάσχει και το εγώ τους. Συγκινήθηκα παρατηρώντας την, γιατί έβαλα τον εαυτό μου στη θέση της. Εν δυνάμει είμαστε όλοι τυφλοί. Δεν θέλει πολύ. Μια μέρα να ξεραθεί λίγο ο φακός μυωπίας και θα είμαι τυφλή με 7,5 βαθμούς να κυκλοφορήσω. Δεν ξέρω στη θέση της, αν θα έβρισκα το κουράγιο να βρίσκομαι έξω. Μάλλον όχι. Στο καβούκι μου θα ήμουν κλεισμένη, μην αντιμετωπίσω τον οίκτο του κόσμου και την κακεντρέχειά του.

*
Χθες, την είδα στο σούπερ μάρκετ. Πάλι το μπαστούνι μού θύμισε ότι δεν έβλεπε. Αν και αισθάνομαι ότι αποπνέει την εντύπωση ότι βλέπει λίγο καλύτερα από μας, λίγο πιο μέσα στους ανθρώπους και τα πράγματα. Και οι γύρω της που δυσφορούσαν, μπας και τους καθυστερήσει στην ουρά και ο γελοίος τρόπος να της μιλούν δυνατά, λες και δεν ακούει. Το χειρότερο είναι ότι έβλεπα την έκφραση στα πρόσωπά τους και είμαι σίγουρη ότι την έβλεπε κι αυτή, την ένιωθε, την εισέπραττε. Και οι άλλοι τυφλοί, στον κόσμο τους, μην ενοχληθούν, μην, μην, μην....