Ο μάγος της αφήγησης και η διάσωση της απλότητας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 22/8/2009)



Ένας στρατιώτης τολμά να προσεγγίσει ερωτικά –και ανορθόδοξα, αυτό έχει, άλλωστε, λογοτεχνική σημασία- μια χήρα, στο βαγόνι ενός τρένου. Ένας κακοποιός από ανία παραδίνεται στο διώκτη του, αστυνομικό, που δεν μπορεί να βρει ησυχία ούτε στο κρεβάτι μιας πόρνης από το καθήκον του που όλο τον καλεί, χωρίς εξαιρέσεις.
Μια κολυμβήτρια χάνει το ουσιώδες περίβλημα της ιδιότητάς της, το κάτω μέρος από το καινούριο της μπικίνι. Ένας υπάλληλος που έζησε ένα επιτυχημένο one night stand και ψάχνει απελπισμένα κάποιον να συμμεριστεί τη χαρά του και να μοιραστεί την ευτυχία του ικανοποιημένου πόθου του -μάταια. Ένας φωτογράφος που απαθανατίζει την απουσία και καταλήγει να φωτογραφίζει …φωτογραφίες. Ένας παθιασμένος αναγνώστης ο οποίος στη διάρκεια μιας τυχαίας ερωτικής συνεύρεσης στην παραλία, κοιτάζει μη χάσει τη σελίδα του μυθιστορήματος που διάβαζε, προτού εμφανιστεί δίπλα η γυναίκα-πειρασμός που έκανε το παν για να τον αποτραβήξει από την ανάγνωσή του…
Τέτοιας περίπου υφής, με τόσο προσιτό και απρόσιτο μαζί ποιόν, είναι οι ήρωες του Ίταλο Καλβίνο (1923-1985) στα κλασικά πια διηγήματά του, «Οι δύσκολοι έρωτες», που κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε αναθεωρημένη μετάφραση από τον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή στο αναγνωστικό κοινό διεθνώς βιβλία του ιταλού δημιουργού. Όχι τυχαία και όχι φυσικά άδικα. Ο τίτλος εν μέρει παραπλανητικός. Δεν είναι ο έρωτας από μόνος του το αντικείμενο του συγγραφέα. Οι ήρωές του «τυγχάνει» έως ενός σημείου να ζήσουν –στο μυαλό τους ή πραγματικά- μικρές περιπέτειες που απαιτούν τη σύμπραξη, ηθελημένη ή μη, ή έστω τη συγκατάνευση ή τη σιωπηλή συναίνεση του άλλου ή ακόμη και την παντελή άγνοια του απέναντι για να υπάρξουν· για να στηθούν· για να σταθούν· τέλος πάντων, για να δημιουργηθούν. Προϋπόθεσή τους είναι ο άλλος. Όπως και στον έρωτα. Και ο Καλβίνο, ασκώντας τη λογοτεχνική του γοητεία, ξεδιπλώνοντας τη μαγική του αφήγηση, με τις κοφτές ανάσες σασπένς και τα συνεχή ξαφνιάσματα, κατορθώνει να κερδίζει, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση των διηγημάτων του, τον αναγνώστη του. Λες και πρόκειται για μια ερωτική σχέση στιγμιαία και ανατρεπτική όπως αυτές που περιγράφει στις ίδιες του τις ιστορίες.
Το ύφος του είναι ο πρωταγωνιστής. Το προσωπικό του στυλ. Ανυπέρβλητο και χαρακτηριστικό. Ακόμα μοντέρνο. Και δυνατό. Και αποτελεσματικό. Αποπνέει μια ενδόμυχη αγωνία, μια συνεχή προσαρμογή σε κάτι νέο, μια ολοένα ανανεούμενη αμφιβολία. Πρόκειται πραγματικά για την απόλυτη επιβεβαίωση της επιμονής ενός στυλίστα της γραφής, της επιμονής στο φαινομενικά απλό και ανάλαφρο που τάχα μου δεν διαθέτει άλλα επίπεδα ανάγνωσης. Σαν να λέει, «μην το βαρύνουμε, παιδιά, πολύ το κλίμα, μην το παίρνετε και τόσο κατάκαρδα, δεν είναι και τίποτα, μια απλή ιστορία». Το θέμα είναι ότι διαθέτει κι άλλα επίπεδα. Διαφορετικά για τον καθένα, για την αντίληψή του, τα αισθήματά του, τη δυνατότητά του να βλέπει μέσα κι έξω του. Και ο Καλβίνο μάς τα δίνει να τα διαβάσουμε, αργά αργά, ξεφλουδίζοντας τις επιστρώσεις της πραγματικότητας και απογυμνώνοντάς την από το περιττό, το φτιαχτό, το επιτηδευμένο. Φυσικά, το πετυχαίνει με τη δική του μοναδική …επιτήδευση.

Η ήρωές του έρχονται αντιμέτωποι με μια καθημερινή απελπισία, εύκολη στο να φτιαχτεί, δύσκολη ωστόσο να νικηθεί. Μια βουβή απόγνωση. Δεν μπορούν να την εκφράσουν, να την φωνάξουν, να την «πουν», παρά μονάχα να αντιδράσουν σπασμωδικά υπό την επήρειά της για να ελευθερωθούν, άλλος από τον πόθο του, άλλος από το διώκτη του, άλλος από το πάθος του, άλλος από την εμμονή του. Η δράση αυτή είναι που χαρακτηρίζει τις ιστορίες του. Μια εσωτερική, ως επί το πλείστον, δράση η οποία κινεί και τα νήματα της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά κυρίως ερμηνεύει τον κόσμο. Τον κόσμο για τον οποίο γράφει ο Καλβίνο.
«…Εκείνος, ο Ενρίκο Νιέι, ήταν γι’ αυτούς ένας μυστηριώδης κύριος, μυστηριώδης κι ευτυχισμένος, που κανένας δεν είχε ξαναδεί σε αυτό το τραμ τέτοια ώρα. Από πού, άραγε, ερχόταν; ίσως να αναρωτιόντουσαν. Κι εκείνος δεν έδινε κανένα στοιχείο για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους: κοίταζε τις γλυτσίνες. Ήταν ένας άντρας που κοιτάζει τις γλυτσίνες, ένας άντρας που ξέρει να κοιτάζει τις γλυτσίνες. Ο Ενρίκο Νιέι είχε συνείδηση αυτού του πράγματος…».
Αυτή είναι η παραδοξότητα της γραφής του και φυσικά το μεγάλο του προσόν που την κάνει ελκυστική: εισχωρεί στις απόμερες και σκοτεινές και κρυμμένες από την κοινή θέα γωνιές της σκέψης των ηρώων του –άρα και των αναγνωστών του-, σφυρίζοντας τάχα μου αδιάφορα ένα χαρωπό σκοπό του στυλ «δεν ξέρω τίποτα, εγώ ένας απλός περαστικός είμαι», ενώ την ίδια ώρα ξεδιπλώνει την πιο βαριά ματαιότητα που φωλιάζει στην ψυχή του ανθρώπου.
Εκτός από ταλέντο, χρειάζεται κότσια και «μαγκιά» να το καταφέρεις: τη μαγκιά, θα μιλήσω λίγο αγοραία σαν κάποιον περιθωριακό ήρωά του, να είσαι αληθινός μέσα μέσα και να λες αλήθεια την ίδια ώρα που χρησιμοποιείς τον ιστό, το περίβλημα, το πρόσχημα τέλος πάντων, της λογοτεχνικής «απάτης» για να αποκαλύψεις κάτι ολωσδιόλου αρχέγονο, αλλά πιθανόν αθέατο. «…ήταν κι αυτός ένας που απλά παρακολουθεί τη ζωή που δραπετεύει, ένας κυνηγός του άπιαστου, όπως χιλιάδες άνθρωποι που βγάζουν στιγμιαίες φωτογραφίες…».
Οι εφιαλτικές, πολύ «απλές» εξωτερικά, καταστάσεις που περιγράφει, μπορούν να συμβούν στον οποιονδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, αλλά η ειρωνεία είναι ότι τελικά δεν συμβαίνουν, παρά απομένουν λογοτεχνικές ουτοπίες που αφήνουν την αφήγηση να ανθίζει, μαγευτική και ηδονική και παιχνιδιάρικη. Στο τέλος της κάθε ιστορίας ο αναγνώστης μένει με ένα ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπό του, μια έκφραση ειρωνείας, ένα χαμόγελο για τον ευφάνταστο συγγραφέα που κατάφερε να διασκεδάσει την ίδια του την –κατά βάση τραγική- ανθρώπινη φύση, με κάθε της έκφανση και διάθεση.