Το μικρόβιο της συγγραφικής ανησυχίας και το μεσογειακό πάθος

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 29/8/2009)

«…εγώ δεν είμαι εδώ για να επιβεβαιώνω, το αντίθετο…να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τους καθρέφτες, στην αρχή μοιάζουν να καθρεφτίζουν την εικόνα σου, κι όμως την παραποιούν, ή ακόμα χειρότερα, την απορροφούν, καταπίνουν τα πάντα, ρουφάνε ακόμα και εσένα…Οι καθρέφτες είναι πορώδεις, συγγραφέα, κι εσύ δεν το ήξερες…». (Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Τριστάνο πεθαίνει-Μια ζωή»)


«…Νομίζω ότι έχω καταλάβει ένα πράγμα, πως οι ιστορίες είναι πιο μεγάλες από εμάς, κληρώθηκαν σε εμάς και εμείς υπήρξαμε πρωταγωνιστές χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, ο πραγματικός όμως πρωταγωνιστής της ιστορίας που ζήσαμε δεν είμαστε εμείς, είναι η ιστορία που ζήσαμε …». (Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο χρόνος γερνάει γρήγορα –Εννέα ιστορίες»


Του αξίζει το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το οποίο έχει προταθεί από το 2000. Θα ήθελα να το πάρει. Ως μια δικαίωση της ελεύθερα στοχαζόμενης ύπαρξης, ζώσας ψυχής που αναπνέει κάτω από το μεσογειακό ήλιο. Αισθάνομαι απολύτως τις σκιές που βαραίνουν αυτή τη συγκεκριμένη συγγραφική φωνή, αλλά και τα υψίπεδα φώτα που την απογειώνουν· την εξαϋλώνουν κάτω από ένα πεύκο ντάλα μεσημέρι καλοκαιριού κάπου στη Μεσόγειο, δίπλα στο φλοίσβο της θάλασσας.

Αυτό, βέβαια, είναι το μεγαλύτερο βραβείο για το συγγραφέα: να παρασύρει τον αναγνώστη του στην έκσταση εκείνη της διανοητικής και συναισθηματική του υπόστασης. Από αυτή την άποψη, ο Antonio Tabucchi (Αντόνιο Ταμπούκι) είναι ήδη ευτυχισμένος συγγραφέας και απολύτως δικαιωμένος, αν και αυτό που επιθυμεί περισσότερο ο ίδιος, είναι το ξύπνημα της αμφιβολίας. Αυτό επιδιώκει με κάθε τρόπο: με τα λογοτεχνικά του μέσα, την απολύτως προσωπική φόρμα γραφής που επιλέγει να δημιουργήσει και να υπηρετήσει και φυσικά με το αφηγηματικό του υλικό και το υπαρξιακό του περιεχόμενο.

Οι άνθρωποι ανάμεσα στις σελίδες του Ταμπούκι αποκαλύπτονται μέσα από τις αντιθέσεις, τις παλινδρομήσεις, τις αντιφάσεις τους. Οι ήρωές του αφήνουν τις ρωγμές τους να φανούν και με τη σειρά τους διαμορφώνουν και το αφηγηματικό του ύφος που παρουσιάζεται χειμαρρώδες, ποιητικό, χωρίς την αγγλοσαξονική ορθολογιστική αυστηρή δομή· ένα στυλ που αναδεικνύει τις ρωγμές και αφήνει να ανθίσουν μέσα από κει λογοτεχνικά άνθη, ακριβά και σπάνια. Ο συγγραφέας αγαπά τις ρωγμές στα πράγματα, στο χρόνο, τη μνήμη και τη φαντασία, όπως οφείλει ένας δημιουργός να πράττει. Γι’ αυτό και είναι, όπως δηλώνει ο ίδιος στις συνεντεύξεις του, με εκείνους που υποφέρουν. Είναι μ’ αυτούς που έχουν χάσει τις ελπίδες, τις επίφοβες σταθερές τους και αναγκάζονται να περιπλανηθούν, να αναρωτηθούν, να επιστρέψουν και να ξαναφύγουν. «…Υπάρχουν δύο βασικά συρματοπλέγματα που δρουν για να σκοτώσουν την κατανόηση της ψυχής μας: το ένα είναι αυτό που εγείρουν οι άλλοι, το άλλο είναι εκείνο που στήνουμε εμείς οι ίδιοι…». Κατορθώνει να εντάσσει στην αφήγησή του εκτός από τους ήρωές του, τον ίδιο το συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη. Του αναγνωρίζει ζωτικής σημασίας ρόλο και του «ρίχνει το μπαλάκι» για να συν-γράψουν, να συμπορευτούν, να συναντηθούν. Αυτό δεν είναι και το κέρδος της λογοτεχνίας; Η συνάντηση με τον Άλλον; «…ίσως επειδή δεν πιστεύω στη γραφή, η γραφή παραχαράσσει τα πάντα, εσείς οι συγγραφείς είστε παραχαράκτες. Ή ίσως επειδή τη ζωή, ο καθένας μας, πρέπει να την παίρνει μαζί του στον τάφο. Εννοώ την αληθινή ζωή, εκείνη που ζούμε μέσα μας…».


Λογοτεχνικά κάτοπτρα

Οι λογοτεχνικοί καθρέφτες που υψώνει ο Ταμπούκι στον αναγνώστη του, είναι «απορροφητικοί»: τον τραβούν στο σύμπαν των ηρώων του που με ένα μαγικό τρόπο –χάρη σε αυτά που δεν «λέει» ο δημιουργός, χάρη σ’ αυτά που αφήνει να πλανηθούν στην ατμόσφαιρα- οικειοποιείται ο αναγνώστης κι αρχίζει να εξερευνά τον εαυτόν του. «…Κι αν πράγματι η σιωπή είναι χρυσός, γιατί να γράφουμε όσα δεν έχουν γραφτεί ποτέ, και γιατί να κάνουμε ταξίδια που δεν έχουν γίνει ποτέ; Δεν Σας φαίνεται μια μορφή άνανδρης παράδοσης;…». Τα κάτοπτρά του σε συνδυασμό με τα ψυχικά φορτία που κρύβει μέσα στα κείμενά του αναζωπυρώνουν το λογοτεχνικό βρασμό, ευνοούν την αμφισβήτηση. «…Τι περίεργο, για σκέψου το λιγάκι, ο πατέρας μου μελετούσε τις πιο κοντινές σε εμάς ζωές με το μικροσκόπιο, ο παππούς μου αναζητούσε τις μακρινές ζωές με το μονοκιάλι, και οι δύο με φακούς. Τη ζωή όμως την ανακαλύπτεις με γυμνό μάτι, ούτε πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά, στο ύψος του ανθρώπου…». Το ένστικτο διαπερνά τις γραμμές του, δίνει ένταση και πάθος στις λέξεις του, αποκαλύπτει την προσωπική του αλήθεια. Αυτό δεν έχει σημασία στην Τέχνη; Η ευτυχισμένη στιγμή που η προσωπική αλήθεια συναντά την πανανθρώπινη πνοή. Το απολύτως ατομικό βρίσκει τα εκφραστικά εκείνα μέσα για να αναχθεί σε μια ιδιότυπη συλλογική αίσθηση, σε ό,τι αφορά τον αναγνώστη του. Τον αφήνει να βρει μέσα στο κείμενο εκείνα που θέλει ο ίδιος. Δεν του υπαγορεύει τρόπους ανάγνωσης, δεν τον χειραγωγεί, δεν τον δεσμεύει με κανέναν άλλον τρόπο, πλην εκείνου του μεταδιδόμενου παλλόμενου πάθους. Η ερμηνεία ανήκει στον αναγνώστη, αποκλειστικά. «…Τα πράγματα ανήκουν σε όποιον τα λέει ή σε όποιον τα γράφει;…».

Ο ίδιος θεωρεί ότι η φαντασία και το φαντασιακό αποτελούν για τον άνθρωπο μια μορφή ενστικτώδους γνώσης, μια μορφή γνώσης που ενέχει την υποψία και την αμφιβολία. «…Ο Φερούτσιο έλεγε ότι δεν πρέπει να διηγούμαστε τα όνειρα, είναι σαν να χαρίζουμε την ψυχή μας…». Οι χαρακτήρες του είναι χαμηλών τόνων σε πρώτη ανάγνωση, βουβοί και υπόκωφοι, βυθισμένοι στον εσωτερικό τους μονόλογο και ιδιόμορφο απολογισμό, αλλά με ψυχικά φορτία μεγατόνων που εκλύονται προς τον ανήσυχο αναγνώστη από έναν «ενοχλητικό» -όσον αφορά τις προθέσεις του- συγγραφέα. «…Η ζωή δεν μπαίνει σε αλφαβητική σειρά όπως νομίζετε…». Ανακατεύει τις τράπουλες ο ίδιος και σε αφήνει να τραβήξεις το χαρτί που ψάχνεις. «…όλα συμβαίνουν τυχαία στη ζωή, μερικές φορές σκέφτομαι ότι ακόμα και το αυτεξούσιον είναι προϊόν της τύχης…».

Ο συγγραφέας δεν θέτει τον εαυτόν του στο απυρόβλητο. Τον ειρωνεύεται, τον αμφισβητεί, του πριονίζει την καρέκλα. Άλλωστε ο Ταμπούκι δεν επιλέγει να μιλήσει από καθέδρας. Αν και πανεπιστημιακός καθηγητής λογοτεχνίας, είναι απαλλαγμένος από τον ακαδημαϊσμό που ίσως θα περίμενε κανείς, στο έργο του. Ο συγγραφέας και ο αφηγητής στα βιβλία του ιταλικής καταγωγής δημιουργού είναι αυτοί που δεν ξέρουν, αυτοί που ρωτάνε τον αναγνώστη για να τον ξεβολέψουν, να τον ανησυχήσουν, να τον βγάλουν από τη μακαριότητα της αταραξίας. Ο συγγραφέας δεν είναι παντογνώστης, είναι ένας άνθρωπος που μοιράζεται το βάσανο της ανησυχίας του με τους άλλους. Είναι το μικρόβιο που τον τρώει, το οποίο σε συνδυασμό με το μεσογειακό του ταπεραμέντο, το πάθος που απορρέει από τη ζωή κάτω από το λαμπρό μεσογειακό ήλιο και τον έναστρο νυχτερινό ουρανό κάπου εκεί γύρω από τη λεκάνη αυτή στα νότια της γηραιάς ηπείρου, αποτελούν τα συστατικά της εκρηκτικότητας της λογοτεχνικής του δημιουργίας. «…Πόσο παρούσα μπορεί να είναι η νύχτα. Επιβάλλεται μόνο με την παρουσία της, μια παρουσία φτιαγμένη μόνο από τον εαυτό της, είναι απόλυτη, κάθε χώρος είναι δικός της, έχει την ίδια παρουσία με αυτή του φαντάσματος που ξέρεις ότι βρίσκεται εκεί μπροστά σου αλλά βρίσκεται παντού, ακόμα και πίσω από την πλάτη σου, κι αν καταφύγεις σε έναν μικρό φωτεινό τόπο γίνεσαι φυλακισμένος του, γιατί ολόγυρα, σαν θάλασσα που περικυκλώνει τον μικρό σου φάρο, υπάρχει η ανυπέρβατη παρουσία της νύχτας…».

Ο Χρόνος, η Μνήμη και η Ιστορία

Γεννημένος το 1943 στην Πίζα, ο Αντόνιο Ταμπούκι έχει ζήσει στο θλιβερό απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει εισπνεύσει τις τοξικές -για την ψυχή του ανθρώπου- πολεμικές αναθυμιάσεις, έχει πάρει τις αποφάσεις του να σταθεί απέναντί τους. Η αντίθεσή του σε κάθε μορφή βίας και πολέμου διαπερνά εν είδει νοητού άξονα το έργο του. «…οι ήρωες φοβούνται…».

Μιλά για τον πόλεμο και τη δυστυχία του όχι μελοδραματικά, αλλά μέσα από τις προσωπικές τραγωδίες των ηρώων του· οι οποίοι χάνουν τον έρωτα, την αγάπη, τη χαρά, τη γυναίκα της ζωή τους, την ευκαιρία τους να ευτυχήσουν, το σκοπό της ζωής τους, τη δύναμή τους, την αίσθηση του αήττητου της νεότητάς τους. «…πρέπει κανείς να μνημονεύει τους νεκρούς αλλά η ζωή συνεχίζεται, και η ζωή που συνεχίζεται αξίζει να μνημονεύεται ίσως και περισσότερο από τους νεκρούς…».

Οι τρεις πυλώνες της προβληματικής του που επαναλαμβάνονται ως θεματικές που τον απασχολούν στα βιβλία του, είναι ο Χρόνος, η Μνήμη και η Ιστορία. Τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα τα οποία αφήνουν τα σημάδια τους στην ανθρωπότητα, αποτελούν συχνά στα έργα του Ταμπούκι ισχυρό ερέθισμα κινητοποίησης της ευαισθησίας, της συγκίνησης και της φαντασίας του. «…ήταν όμως λες και τα γρανάζια άρχισαν να λειτουργούν μόνα τους, με τον θάνατο η ζωή πήρε τα πάνω της, κι όλα πλέον πήγαιναν με μια ανεξέλεγκτη ταχύτητα, γιατί η ζωή είναι έτσι, και η ιστορία την ακολουθεί, το σκέφτηκες αυτό συγγραφέα;…».

Λέει τις μικρές ατομικές ιστορίες των ανθρώπων που συντρίφτηκαν από τα γραναζάκια της Ιστορίας. Χωρίς στόμφο, αλλά με πάθος. Συμπάσχει. Τους καταλαβαίνει, τους κατανοεί, τους περιβάλλει με μια τρυφερότητα που κάνει τη σκληρότητα των περιπετειών τους πιο αιχμηρή. Νυστέρι που ανατέμνει λογικά και συστηματικά τον παραλογισμό του θανάτου, του χρόνου που φεύγει, της μνήμης που είτε εξαλείφεται από φυσικά αίτια είτε λιώνει με το βάρος της τον ίδιο το φορέα της. «…τα πράγματα υπάρχουν όταν τα σκέφτεσαι κι όταν τα θέλεις, τότε μπορείς να τα καθοδηγήσεις, ειδάλλως παίρνουν τον δικό τους δρόμο(…)Οι εφημερίδες κουράζουν, είπε στον εαυτό του, οι ειδήσεις κουράζουν, ο κόσμος κουράζει. Ο κόσμος κουράζει επειδή είναι κουρασμένος(…)Η ζωή είναι ένα αποπροσανατολιστικό πράγμα(…)τη μνήμη δεν μπορεί να την απεικονίσεις με ένα ωραίο γεωμετρικό σχέδιο, κάθε στιγμή παίρνει τη μορφή που εκείνη θέλει, ανάλογα με το χρόνο (…)η ζωή περνάει σαν αστραπή, ξέρεις, αλλά μερικές φορές το απόγευμα της Κυριακής μοιάζει ατελείωτο(…)ακόμα και στο παραλήρημά μου είμαι εγώ(…)Η λέξη ελευθερία είναι μια λέξη λάστιχο(…)ο χρόνος του ρολογιού δεν συμβαδίζει με εκείνον της ζωής…».

Εξέχοντα ρόλο στη σκέψη του κατέχει το ανθρώπινο σώμα. Η φθορά του. Οι ασθένειες. Οι λογοτεχνικές μεταφορές του έχουν να κάνουν με αυτό. Τη γραφή την αντιμετωπίζει ως ζωντανό οργανισμό. Η επιστήμη τού δίνει συχνά ποιητικά επιχειρήματα. Οι λογοτεχνικές του αναφορές είναι διάσπαρτες και δείχνουν την προσωπική του διαδρομή τόσο στη γραφή όσο και στην ανάγνωση. Η μουσική δίνει το ρυθμό, τον απασχολεί αισθητικά, αποτελεί συμπλήρωμα της ατμόσφαιράς του. Οι γεύσεις και δη οι μεσογειακές τονίζουν στον ουρανίσκο του αναγνώστη την ευαισθησία που οφείλει να επιδείξει στο σερβιρισμένο πιάτο του συγγραφέα. Η ζωγραφική ζωντανεύει τις παρομοιώσεις και τις αναφορές του. Η δυτική ευρωπαϊκή κουλτούρα προβάλλει με τα τρωτά και τις αδυναμίες της, μπολιασμένη από την οξεία ματιά του Ταμπούκι και φιλτραρισμένη από το μεσογειακό φως που εκπέμπει η όλη του αντίληψη για τη ζωή. Με την αντιφατικότητα και την τραγικότητα που συνθέτει το ιταλικό τοπίο, η αρχέγονη Κρήτη, η υπόκωφα απαστράπτουσα Πορτογαλία.

(Τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν στο κείμενο, ανήκουν στα βιβλία του Αντόνιο Ταμπούκι, "Είναι αργά, όλο και πιο αργά", "Ο Τριστάνο πεθαίνει-Μια ζωή" και "Ο χρόνος γερνάει γρήγορα-Εννέα ιστορίες". Κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις Άγρα με άψογη αισθητική ανάλογη του περιεχομένου τους και πολύ ζωντανή και σφύζουσα μετάφραση από τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, ο οποίος κερδίζει και ρόλο στα βιβλία του Ταμπούκι πλέον ως προσωπικός του φίλος. Μαγεία λογοτεχνική.)