Καρτ ποστάλ από την κόλαση
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 13/6/2009)
«…Θα υπέθετε κανείς πως ένα παιδί του οποίου το πτώμα πρόκειται να βρεθεί στο ποτάμι, είναι ένα πλάσμα αλλόκοτο, που κουβαλάει μέσα του κάτι το ουσιαστικά διαφορετικό το οποίο το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα· αλλά αυτό δεν ισχύει…».
Δεν προτείνει τιμωρίες, δεν ξεσκεπάζει το δολοφόνο, δεν φωτογραφίζει καν τον ένοχο. Απλώς καταγράφει με ευρυγώνιο ψυχογραφικό φακό και αποτυπώνει στο μυθιστόρημά του «Το παιδί του Οκτώβρη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε καίρια και σφριγηλή μετάφραση του Γιάννη Στρίγκου, την ιστορία. Και την απουσία της αλήθειας: και ως προς το έγκλημα που δεν εξιχνιάστηκε επιτυχώς, αφού ο θύτης παραμένει άγνωστος, αλλά και ως προς τους ανθρώπους που αναμείχθηκαν σ’ αυτό. Με προεξάρχοντες τους γονείς του παιδιού, οι οποίοι βίωσαν την κόλαση της απώλειας του παιδιού τους από τη μία και από την άλλη βρέθηκαν και οι ίδιοι στη θέση του κατηγορούμενου. Ο πατέρας και πραγματικά, αφού κλείστηκε στη φυλακή και εξέτισε ποινή και η μητέρα ηθικά και ψυχολογικά. «…δεν ξεμπερδεύει ποτέ κανείς με τους νεκρούς του…».
Ο Φιλίπ Μπεσόν αριστοτέχνης της υποβλητικής ατμόσφαιρας που πηγάζει εξολοκλήρου από την ψυχολογία των ηρώων του στα βιβλία –εξαιρετικό παράδειγμα γι’ αυτό ήταν το προηγούμενο μυθιστόρημά του, συγκλονιστικό και συγκινητικό «Ο αδερφός του»- δίνει φωνή στο φόβο των πρωταγωνιστών. Δίνει φωνή στη φρίκη της υπόθεσης. Και το κατορθώνει αυτό ξεσκεπάζοντας κι άλλο την τρωτότητα των ανθρώπων, τον τρόμο τους, την ικανότητά τους για το καλύτερο και το απεχθέστερο. «…Πίστευα πως έτσι έπρεπε να είναι τα αγόρια: όσο πρέπει δυνατά για να υπερασπίζονται τα κορίτσια και όσο πρέπει ευαίσθητα για να μπορούν τα κορίτσια να τα αγαπήσουν…».
Αποκτούν δηλαδή τις απολύτως ανθρώπινες διαστάσεις τους μέσα από τη λογοτεχνική αφήγηση, άρα τις πιο τραγικές τους διαστάσεις: αφού μπορούν να αγαπήσουν, να μισήσουν, να φοβηθούν, να εγκληματήσουν, να παραμείνουν αθώοι. Χάνουν τις διαστάσεις τις τερατόμορφες που τους απέδωσε ο Τύπος και γίνονται ακόμη πιο ευάλωτοι, ακόμη πιο συρρικνωμένοι, ακόμη πιο πιθανοί να βρίσκονται στη διπλανή μας πόρτα. Γι’ αυτό ακριβώς και διεγείρουν το έλεος και το φόβο και μας κάνουν να αναζητούμε την κάθαρση, ακόμη κι εκείνη που δεν μπόρεσε να δώσει επαρκώς η δικαιοσύνη, γιατί δεν ήταν ακριβώς η δουλειά της: αφού η δικαιοσύνη του ήθους μας βρίσκεται βαθιά στην ψυχή μας, ξεχωριστή για τον καθένα. Ακόμα κι όταν πρόκειται το θύμα να είναι μια αθώα παιδική ψυχή, ένα άφθαρτο παιδικό σώμα, ένας τέλειος ατελής άνθρωπος που δεν έκλεισε τον κύκλο του, όταν έπρεπε σ’ αυτή τη ζωή, γιατί κάποιος του στέρησε τη δυνατότητα. Κι ενδέχεται να βρίσκεται ανάμεσά μας. Ακόμη και τώρα. Ο δολοφόνος.
«…Θα υπέθετε κανείς πως ένα παιδί του οποίου το πτώμα πρόκειται να βρεθεί στο ποτάμι, είναι ένα πλάσμα αλλόκοτο, που κουβαλάει μέσα του κάτι το ουσιαστικά διαφορετικό το οποίο το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα· αλλά αυτό δεν ισχύει…».
Δεν προτείνει τιμωρίες, δεν ξεσκεπάζει το δολοφόνο, δεν φωτογραφίζει καν τον ένοχο. Απλώς καταγράφει με ευρυγώνιο ψυχογραφικό φακό και αποτυπώνει στο μυθιστόρημά του «Το παιδί του Οκτώβρη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε καίρια και σφριγηλή μετάφραση του Γιάννη Στρίγκου, την ιστορία. Και την απουσία της αλήθειας: και ως προς το έγκλημα που δεν εξιχνιάστηκε επιτυχώς, αφού ο θύτης παραμένει άγνωστος, αλλά και ως προς τους ανθρώπους που αναμείχθηκαν σ’ αυτό. Με προεξάρχοντες τους γονείς του παιδιού, οι οποίοι βίωσαν την κόλαση της απώλειας του παιδιού τους από τη μία και από την άλλη βρέθηκαν και οι ίδιοι στη θέση του κατηγορούμενου. Ο πατέρας και πραγματικά, αφού κλείστηκε στη φυλακή και εξέτισε ποινή και η μητέρα ηθικά και ψυχολογικά. «…δεν ξεμπερδεύει ποτέ κανείς με τους νεκρούς του…».
Ο Φιλίπ Μπεσόν αριστοτέχνης της υποβλητικής ατμόσφαιρας που πηγάζει εξολοκλήρου από την ψυχολογία των ηρώων του στα βιβλία –εξαιρετικό παράδειγμα γι’ αυτό ήταν το προηγούμενο μυθιστόρημά του, συγκλονιστικό και συγκινητικό «Ο αδερφός του»- δίνει φωνή στο φόβο των πρωταγωνιστών. Δίνει φωνή στη φρίκη της υπόθεσης. Και το κατορθώνει αυτό ξεσκεπάζοντας κι άλλο την τρωτότητα των ανθρώπων, τον τρόμο τους, την ικανότητά τους για το καλύτερο και το απεχθέστερο. «…Πίστευα πως έτσι έπρεπε να είναι τα αγόρια: όσο πρέπει δυνατά για να υπερασπίζονται τα κορίτσια και όσο πρέπει ευαίσθητα για να μπορούν τα κορίτσια να τα αγαπήσουν…».
Αποκτούν δηλαδή τις απολύτως ανθρώπινες διαστάσεις τους μέσα από τη λογοτεχνική αφήγηση, άρα τις πιο τραγικές τους διαστάσεις: αφού μπορούν να αγαπήσουν, να μισήσουν, να φοβηθούν, να εγκληματήσουν, να παραμείνουν αθώοι. Χάνουν τις διαστάσεις τις τερατόμορφες που τους απέδωσε ο Τύπος και γίνονται ακόμη πιο ευάλωτοι, ακόμη πιο συρρικνωμένοι, ακόμη πιο πιθανοί να βρίσκονται στη διπλανή μας πόρτα. Γι’ αυτό ακριβώς και διεγείρουν το έλεος και το φόβο και μας κάνουν να αναζητούμε την κάθαρση, ακόμη κι εκείνη που δεν μπόρεσε να δώσει επαρκώς η δικαιοσύνη, γιατί δεν ήταν ακριβώς η δουλειά της: αφού η δικαιοσύνη του ήθους μας βρίσκεται βαθιά στην ψυχή μας, ξεχωριστή για τον καθένα. Ακόμα κι όταν πρόκειται το θύμα να είναι μια αθώα παιδική ψυχή, ένα άφθαρτο παιδικό σώμα, ένας τέλειος ατελής άνθρωπος που δεν έκλεισε τον κύκλο του, όταν έπρεπε σ’ αυτή τη ζωή, γιατί κάποιος του στέρησε τη δυνατότητα. Κι ενδέχεται να βρίσκεται ανάμεσά μας. Ακόμη και τώρα. Ο δολοφόνος.