«Τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τις ζωές των ανθρώπων»

συνέντευξη δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 4/7/2009)

«...Το αίμα, η σάρκα και το κορμί μας είναι τα στοιχεία εκείνα που έχουν όλοι οι άνθρωποι και μ’ αυτά ξεκινούν τη ζωή τους. Μπορεί η κουλτούρα, ο πολιτισμός, η γλώσσα, η συζήτηση και η ανάλυση να είναι διαφορετικά για τον καθένα από μας, αλλά οι σάρκες μας είναι ίδιες...
Τα μυθιστορήματα κάνουν καλύτερες τις ζωές των ανθρώπων. Νομίζω ότι μας βοηθούν να είμαστε περισσότερο άνθρωποι. Αποτελεί έκφραση της ανθρωπινότητας και της συνθετότητας που αυτή σημαίνει. Οτιδήποτε ανήκει σε αυτού του είδους την εξερεύνηση, μας βοηθάει να καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, μας υπενθυμίζει να αισθανόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό κάνει τις ζωές των ανθρώπων καλύτερες...»



Έχει γράψει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με ήρωα ένα νεαρό ποιητή και τραγουδιστή, πολιτικό κρατούμενο του δικτατορικού καθεστώτος της Βιρμανίας. Πρόκειται για
«Το κλουβί της σαύρας» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Χρύσας Τσαλικίδου και επιμέλεια της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Μια βαθιά συγκινητική ιστορία εγκλεισμού που αποθεώνει την ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Συγγραφέας του βιβλίου η Κάρεν Κόνελι, μια νέα γυναίκα από τον Καναδά που από πολύ νωρίς στη ζωή της αποφάσισε να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και το έπραξε με ακριβώς τον πιο «μυθιστορηματικό» και περιπετειώδη τρόπο που υπάρχει: απαρνήθηκε μια υποτροφία για πανεπιστημιακές σπουδές και ταξίδεψε –και συνεχίζει να ταξιδεύει- ανά τον κόσμο, γνωρίζοντας ανθρώπους, εξερευνώντας τις ομοιότητες και τις διαφορές τους και καταλαβαίνοντας τα δεινά τους για τα οποία κάποτε αναγκάζεται, από την ίδια τους τη δριμύτητα, να γράψει.
Αναγνωρίζει ως αληθινούς δασκάλους της γι’ αυτό που είναι η ίδια πια, έναν έλληνα βοσκό από τη Μυτιλήνη, απλούς ανθρώπους που γνώρισε στην Ταϊλάνδη. Αγαπά τη γραφή του
Ian McEwan και της Edna O’ Brien, την κινεζική λογοτεχνία και την ποίηση, με την οποία ασχολείται συστηματικά. Συνάντησα μια απλή, πρόσχαρη και καταδεκτική γυναίκα, γεμάτη πηγαία ζωντάνια, καλή διάθεση, ισχυρό ένστικτο και πραγματικά οξυδερκές βλέμμα. Μου μίλησε για τη λογοτεχνία και τη ζωή. Οι λέξεις είναι όχημα για να αρθρωθεί η αλήθεια του καθενός από μας. «…Οι λέξεις είναι σαν τα μυρμήγκια. Διαπερνούν και τα ποιο χοντρά ντουβάρια, κατατρώνε τα τούβλα και τρέφονται από εκείνη ακριβώς τη σιωπή που υποτίθεται ότι τις πνίγει…». Η ίδια η Κόνελι έχει τη λογοτεχνική δύναμη να αφηγηθεί την άγρια πραγματικότητα της Βιρμανίας, μέσα από μια ιστορία που πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος, η σάρκα του, ο σωματικός του πόνος, η ψυχική του ανάγκη για ελευθερία, για αυτοκαθορισμό, για ανεξαρτησία. «…ο μόνος τρόπος να σταματήσεις τον πόλεμο, είναι να πάψεις να μισείς τον εχθρό σου…η φυλακή φυλακίζει τους ανθρώπους που νομίζουν πως είναι ελεύθεροι. Εκείνο που μισούν με πάθος κάτι τέτοιοι τύποι, είναι οι πραγματικά ελεύθεροι άνθρωποι…».



Ποιο ήταν το πρώτο κίνητρο για να γράψετε «Το κλουβί της σαύρας»;
Μια νέα γυναίκα, η Ματίντα, συγγραφέας, φυλακισμένη, καταδικασμένη σε ποινή κάθειρξης 20 ετών από το στρατιωτικό καθεστώς της Βιρμανίας, επειδή έγραφε μικρές ιστορίες που το επέκριναν. Η ομοιότητα στην κατάσταση και των δυο μας ήταν σοκαριστική για μένα, αλλά ακόμα πιο συγκλονιστική ήταν η διαφορά μας: αυτή ήταν στη φυλακή και εξέτιε την πολύ δύσκολη ποινή της επειδή απλώς έκανε τη δουλειά της και εγώ ήμουν ελεύθερη να ζήσω έξω στον κόσμο την περιπετειώδη ζωή μου. Πραγματικά με συγκλόνισε το τυχαίο της γέννησής μας και πόσο πολύ η γεωγραφία αλλάζει τα πάντα για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά στη ζωή του, αφού εξαρτάται από το πού γεννιέται κανείς. Η περίπτωση της Ματίντα και η κατάσταση στην Μπούρμα ήταν οι λόγοι που έγραψα αυτό το βιβλίο.
Όταν πήγα στην περιοχή η Ματίντα ήταν υποθέτω η αιτία που έφτασα εκεί. Πήγα να μάθω περισσότερα για κείνη και πώς ήταν οι συνθήκες διαβίωσης στη φυλακή. Ήθελα να συναντήσω την οικογένειά της, αλλά ένιωσα να πλανάται στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση ότι ίσως ήταν καλύτερα να μην έχουν παραπάνω προσοχή από μια ξένη επισκέπτρια. Μίλησα μόνο με ανθρώπους που τη γνώριζαν και ταυτόχρονα έμαθα περισσότερα για την Μπούρμα. Και τότε οι άνθρωποι άρχισαν να με ρωτούν αν θα γράψω γι’ αυτό. Μπορεί στην αρχή να ενδιαφερόμουν για τη Ματίντα, αλλά μετά ήταν το ενδιαφέρον των ανθρώπων εκεί και οι ερωτήσεις τους για το τι πρόκειται να κάνω εγώ μ’ αυτά που μάθαινα.


Το μυθιστόρημά σας είναι ένα ισχυρό σχόλιο για τις δυσκολίες του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τη θλιβερή πραγματικότητα γύρω του. Εν προκειμένω την πολιτική. Είναι η λογοτεχνία ένα δυνατό «όπλο» απέναντι στη βία, την καταπίεση, την τυραννία;
Δεν ξέρω αν είναι αποτελεσματικό, αλλά είναι ένα από τα πράγματα που διαθέτουμε. Είναι ένα όπλο οπότε δεν έχουμε παρά να το χρησιμοποιήσουμε. Με σιγουριά πιστεύω ότι η γλώσσα είναι μια τεράστια δύναμη. «Μια λέξη, μετά από μια λέξη, μετά από μια λέξη, είναι δύναμη», λέει ένα μικρό απόφθεγμα ενός καναδού συγγραφέα. Τι μπορούμε να κάνουμε παρά να χρησιμοποιήσουμε οτιδήποτε βρίσκεται στη διάθεσή μας; Θεωρώ ότι όταν ζεις κάτω απ’ αυτά τα απολυταρχικά καθεστώτα –υπάρχουν πολλοί έλληνες συγγραφείς που το υποστηρίζουν αυτό- η λέξη και το κείμενο είναι σχεδόν τα μόνα που είναι τόσο δυνατά, γιατί γίνονται το «όχημα» να γίνει γνωστή και να βιωθεί η αλήθεια. Ίσως μόνο στο χαρτί, αλλά μέσω του χαρτιού, τα πράγματα εισχωρούν στο μυαλό των ανθρώπων και είναι αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η ιστορία και οι ιδέες και η γλώσσα έτσι συνεχίζουν από μόνες τους να υπάρχουν κι αυτό είναι ένα απίθανο πράγμα.

Με κάνατε να συγκινηθώ και να δακρύσω με το βιβλίο σας. Και να σκεφτώ για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τον εγκλεισμό, την αγάπη, το θάνατο και τη ζωή. Ποιες ήταν οι δικές σας προσδοκίες για το «ταξίδι» του βιβλίου σας στον κόσμο; Επιτεύχθηκαν οι αρχικές σας προθέσεις;

Αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα. Πρώτα απ’ όλα, εγώ ήθελα να τελειώσω το βιβλίο. Ήταν ένα σκληρό βιβλίο και δύσκολο για να γραφτεί και μου πήρε πολύ καιρό. Έτσι, ήθελα μόνο με κάθε τρόπο να τελειώνω με το «αναθεματισμένο» (γέλια). Και το ολοκλήρωσα τελικά, προφανώς! Και ήταν αρκετά πετυχημένο. Με διάφορους τρόπους, η διεθνής επιτυχία του βιβλίου –δεν είναι ένα τεράστιο μπεστ σέλερ, δεν μιλάμε για το Στίβεν Κινγκ, είναι απλώς ένα μυθιστόρημα που ποιος ξέρει πόσες εκατοντάδες άνθρωποι έχουν διαβάσει. Δεν πρόκειται για την έκδοση δύο, τεσσάρων ή είκοσι εκατομμυρίων αντιτύπων- στην πραγματικότητα είναι σεμνή. Αλλά το να «ζει», να αναπνέει το βιβλίο σε 12 γλώσσες ή σε 12 διαφορετικές χώρες, συνεχίζει να είναι για μένα εξαιρετικά παράξενο… Οι άνθρωποι συνεχίζουν να το διαβάζουν και να, είμαι τώρα εδώ και κάθομαι και μιλάω με τη Σταυρούλα ή το προηγούμενο βράδυ που μίλησα σε κοινό και δεν περίμενα να είναι τόσοι πολλοί άνθρωποι στο ακροατήριο. Για μένα, λοιπόν, πρόκειται για μια επιτυχία πέρα κι από τα πιο τρελά και άγρια όνειρά μου… Είναι τόσο ευχάριστο να υπάρχει το βιβλίο εκεί έξω στον κόσμο, να κρατάει τους ανθρώπους ξύπνιους μέσα στη νύχτα να σκέφτονται για την αγάπη και την ελευθερία και το θάνατο και την τυραννία και τη δημοκρατία. Είναι απίστευτο! Είναι καταπληκτικό το συναίσθημα για ένα συγγραφέα να ξέρει ότι η δουλειά είναι εκεί διαθέσιμη και ικανή να αγγίξει τους ανθρώπους σε τέτοια έκταση και σε τόσες διαφορετικές γλώσσες εκτός απ’ αυτή που γράφτηκε το βιβλίο.

Τι θέλατε εσείς να εισπράξουν από το βιβλίο οι αναγνώστες σας;

Υποθέτω ότι ήθελα να έχουν την οπτική και σχεδόν σωματική εμπειρία του να βρίσκονται σε ένα άλλο μέρος και σε έναν άλλο κόσμο, αλλά μέσα απ’ αυτό να νιώσουν πόσο κοντά είναι αυτός ο κόσμος την ίδια στιγμή. Και μάλιστα, αν σκεφτούμε με όρους σωματικούς, όλα είναι άμεσα. Τα πάντα που αφορούν τη σωματική μας εμπειρία, την πραγματικότητα, τη φυσική πραγματικότητα. Το αίμα, η σάρκα και το κορμί μας είναι τα στοιχεία εκείνα που έχουν όλοι οι άνθρωποι και μ’ αυτά ξεκινούν τη ζωή τους. Μπορεί η κουλτούρα, ο πολιτισμός, η γλώσσα, η συζήτηση και η ανάλυση να είναι διαφορετικά για τον καθένα από μας, αλλά οι σάρκες μας είναι ίδιες.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το σημείωμά σας στο επίμετρο του βιβλίου που αναρωτιέστε η ίδια για τη σπουδαιότητα ή την αληθινή δύναμη που μπορεί να έχει ένα βιβλίο στις ζωές των ανθρώπων. Πώς μπορεί να κάνει καλύτερη τη ζωή μας ένα βιβλίο;
Τα μυθιστορήματα κάνουν καλύτερες τις ζωές των ανθρώπων. Νομίζω ότι μας βοηθούν να είμαστε περισσότερο άνθρωποι. Αποτελεί έκφραση της ανθρωπινότητας και της συνθετότητας που αυτή σημαίνει. Οτιδήποτε ανήκει σε αυτού τους είδους την εξερεύνηση, μας βοηθάει να καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, μας υπενθυμίζει να αισθανόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο. Αυτό κάνει τις ζωές των ανθρώπων καλύτερες. Βελτιώνει τη δική μου ζωή σε καθημερινή βάση. Είμαι φανατική αναγνώστρια και διάφορες μορφές Τέχνης είναι σημαντικές για μένα. Πιστεύω ότι τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τις ζωές των ανθρώπων, όπως και η Τέχνη μπορεί να αλλάξει τη ζωή μας και βέβαια η μουσική: στον τρόπο που προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Έχει μεγάλη δύναμη.

Αισθάνεστε ότι είστε ένας διαφορετικός άνθρωπος μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος αυτού; Με ποιον τρόπο;

Είμαι όντως ένας διαφορετικός άνθρωπος μετά το γράψιμο του βιβλίου αυτού. Όλοι αλλάζουμε στη διάρκεια μιας φάσης δέκα ετών, γιατί τόσο μου πήρε να το γράψω. Φυσικά θα άλλαζα οπωσδήποτε σε αυτό το διάστημα έτσι κι αλλιώς, αλλά η ευθύνη και η διαδικασία της ωρίμανσης -καθώς ωρίμαζα γράφοντας το βιβλίο- έγιναν μέρος αυτού του ίδιου υλικού που επεξεργαζόμουν, του τρόπου που είχα να σκέφτομαι για τον κόσμο. Και ταυτόχρονα, ήταν για μένα μια διαδικασία ενός είδους πένθους (σημ.: εδώ η συγγραφέας ανέφερε στα ελληνικά που μιλάει θαυμαστά όμορφα, τη λέξη πένθος) για την ανθρωπότητα, για το πόσο πάσχει, για το πόσο άρρωστη είναι. Κι αυτό αλλάζει το πώς νιώθεις για τον κόσμο, τη φύση, τον άνθρωπο, τι είναι ικανός να κάνει. Είναι οδυνηρό να το βλέπεις, να το νιώθεις, να το απορροφάς.

Θαυμάζω τον τρόπο που επιλέξατε να γίνετε ποιήτρια και συγγραφέας. Έχετε ταξιδέψει πολύ σε όλο τον πλανήτη. Νιώθετε ότι κερδίσατε τη ζωή σας και την εσωτερική σας ελευθερία μέσα από τη λογοτεχνία;

Νομίζω το προσπαθώ. Κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος να δημιουργήσει κάτι στη ζωή του. Ο δικός μου τρόπος ήταν να γίνω συγγραφέας. Στην πραγματικότητα δεν έγινα συγγραφέας, γιατί ήμουν από πάντα συγγραφέας. Έγραφα από πολύ νωρίς. Αλλά το να διαλέξεις συνειδητά και να πεις «εντάξει, αυτό θα κάνω», χωρίς να σε νοιάζει αν πρέπει να κάνεις και κάποια άλλη δουλειά ταυτόχρονα, μπορεί να είναι μια δύσκολη επιλογή, αλλά όταν είσαι νέος παίρνεις τέτοιες δύσκολε αποφάσεις στη ζωή σου. Δεν πήγα στο Πανεπιστήμιο κι αυτό το αποφάσισα στα 18 μου, παρόλο που είχα και υποτροφία κι αυτό έκανα ακόμη δυσκολότερη την απόφασή μου να μην πάω. Ήταν σημαντικό για μένα να έχω την ελευθερία μου και να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Μια τέτοια απόφαση καθορίζει και τη ζωή κάποιου. Είναι μια ιδιαίτερη επιλογή, είναι «Η» απόφαση που έχουμε να πάρουμε στη ζωή μας και πολλοί άνθρωποι δεν κατορθώνουν ποτέ να την πάρουν. Κι αυτό μου ραγίζει την καρδιά, όταν βλέπω ανθρώπους που έχουν την επιθυμία ή την ανάγκη –γιατί συχνά είναι ανάγκη να γίνεις συγγραφέας- να λένε «όχι» σ’ αυτό και μπορεί να γίνει η προσωπική τους τραγωδία. Ο αυτοκαθορισμός είναι ένα σπουδαίο δώρο και κατά κάποιον τρόπο αυτό πραγματεύεται «Το κλουβί της σαύρας». Ο Τέζα, ο ήρωας, μπορεί και κάνει τις απολύτως δικές του επιλογές, παρά όλη αυτή την καθεστωτική δομή εναντίον του και το ίδιο κάνει και ο Τσιτ Νενγκ, όπως επίσης και το μικρό αγόρι. Οπότε στη ζωή και τη δουλειά μου, αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα.