«Η Αγάπη είναι το δυνατότερο οξύ»

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 23/6/2009)


«…Αυτή όμως είναι η μοίρα μας. Να μαζεύουμε. Τα χαρτιά που πετάτε, τ’ αποφάγια σας, τ’ αποτσίγαρά σας. Να μαζεύουμε και να παστρεύουμε. Να σαρώνουμε τις μισοτελειωμένες φράσεις σας, τις λέξεις σας που σαν χνούδια χάνονται στον αέρα…»



Το λόγο που δεν λέγεται. Το άγγιγμα που δεν αγγίζεται. Τη σκέψη που δεν ξεμυτίζει από το μυαλό. Το αίσθημα που πνίγεται στην ίδια του την πηγή. Επιχειρεί να τα «πει» υπόκωφα αλλά βουβά η Ρούσκα Ρούνεβα.
Μια γυναίκα που καθαρίζει, δίπλα σου και δίπλα μου. Που επιλέγεις να μην την δεις, εκτός κι αν βρεθεί κάποιος να την κάψει με βιτριόλι. Εκτός κι αν οι δημοσιογράφοι επιμείνουν ότι κάτι «βρωμάει» στην υπόθεση και δεν είναι μια απλή ερωτική αντιζηλία που την έκαψε και την καίει καθημερινά. Εδώ η αναγωγή με την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Αναγωγή που εξαντλείται στο ότι ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει φωνή σε μια νέα γυναίκα που μόλις την έχασε –και γι’ αυτό εκκωφαντικά μπορεί πια να «μιλήσει» μέσα από την τραγωδία της-, για να πει το δικό του ανείπωτο. Ο Μισέλ Φάις παίρνει το συναισθηματικό περίβλημα της δραματικής ύπαρξης για να προφυλάξει, μέσα σ’ αυτή την εκρηκτική θρυαλλίδα, την ανθρωπιά και την αγάπη, στο μονόλογό του επείγουσας γλωσσικής πραγματικότητας, με τίτλο «Το κίτρινο σκυλί», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και «ανέβηκε» θεατρικά την άνοιξη με τα γνωστά επεισόδια που πλήγωσαν την ελευθερία της έκφρασης και της Τέχνης και την εμπόδισαν να «μιλήσει». Κάτι σαν άλλο βιτριόλι, κοινωνικό, πολιτικό· βιτριόλι πάντως.

Η ηρωίδα του Φάις με τα κίτρινα πλαστικά της γάντια θα «δείξει» το ανείπωτο ενός κόσμου που βυθίζεται στην αδιαφορία και την αναλγησία του φόβου. Φοβισμένος κόσμος από την ίδια του τη σκιά. Μην τυχόν και αντικρίσει τον Άλλον, ιδίως αν αυτός ο άλλος είναι δίπλα του και καθαρίζει το δρόμο, τη σκάλα, το σταθμό. Δεν μπορούμε να καθρεφτιστούμε στα μάτια ενός απλού καθαριστή, γιατί φοβόμαστε την πολιτική ορθότητα που μας θέλει καλύτερούς του. Κι ας μην είμαστε. Και που δεν είμαστε. Αλλά δίπλα είμαστε. Και φτάνουμε να το αρνηθούμε κι αυτό κάποτε, κάνουμε ότι δεν βλέπουμε· ότι αυτοί που κρατάνε μια σφουγγαρίστρα ή μια σκούπα είναι αόρατοι. Είναι εκείνοι άλλωστε που σβήνουν τα λερωμένα μας ίχνη απ’ αυτή την πόλη. Αυτοί που εξιχνιάζουν την καθημερινή μας ένοχη αθωότητα απέναντι στο περιττό που ξεφεύγει από πάνω μας: τα σκουπίδια μας, τη δική μας λέρα που την αποποιούμαστε επιδεικτικά μπροστά στα φλύαρα κατεβασμένα μάτια των καθαριστών, στο βουβό τους μονόλογο που δεν ακούμε.
Το κείμενο του Φάις δεν το διάβασα σαν ένα μονόλογο που θα δικαίωνε τη δραματική φιγούρα της Κούνεβα. Το δράμα της από μόνο του δυστυχώς το έκανε αυτό με την ένταση και την καταλυτική του ύπαρξη. Δυστυχώς. Εγώ διάβασα τις λέξεις ενός ανθρώπου που αναγκάζεται να λειτουργήσει σε ένα άτυπο περιθώριο από τους Άλλους, επειδή και μόνον αυτοί οι Άλλοι το επιθυμούν, συνειδητά ή ασυνείδητα: είσαι ένας άλλος και σε φοβόμαστε, γι’ αυτό θα σε αγνοήσουμε, για όσο μπορέσουμε. Αλλά αυτός ο Άλλος είναι ένας άνθρωπος μόνο. Αυτό το απλό. Το δύσκολο. Να καταλάβουμε ότι ο άλλος είναι ένας άνθρωπος: ευάλωτος, τρωτός. Γι’ αυτό τον αφήνουμε ή τον σπρώχνουμε να γίνει αναλώσιμο καύσιμο της Ιστορίας που μας γδέρνει κι εμάς για να κινηθούν γρήγορα τα γραναζάκια της, αλλά νομίζουμε –χαμένοι στις ψευδαισθήσεις μας- ότι εμάς δεν θα μας αγγίξει. Θα τη σκαπουλάρουμε. Δεν θα καούμε, αφού κάηκε για πάρτη μας κάποιος άλλος. Η σύγχρονη κοινωνική ανθρωποφαγία μας. «…Η Ιστορία δε χαϊδεύει τις καρδιές, κυρά-Χαρίκλεια. Ακούς; Πρώτα τις ξεριζώνει και μετά τις τρώει. Μια χαψιά τις κάνει…». Και από απέναντι στην άλλη αποβάθρα του σταθμού, η ανθρωπιά σαν κουτάβι τρυφερό να μας κουνάει την ουρά της, με ενθουσιασμό. Αλλά είμαστε απέναντι, φοβόμαστε να βρεθούμε δίπλα, μπας και μας αγγίξει με τα δόντια της και μείνουμε για πάντα άνθρωποι.
Ο Φάις –με τις όποιες δικές του λογοτεχνικές ή θεατρικές του προθέσεις τις οποίες εγώ αντιλαμβάνομαι ως ειλικρινείς- αποθεώνει αυτόν το σιωπηλό Άλλο, έναν ολόκληρο κόσμο που μας διαφεύγει μέσα από την «αποκλίνουσα» ανθρωπινότητά του: τον βάλαμε να …καθαρίσει αυτός για μας κι ας ξέρουμε ότι θα μας «καθαρίσει» όλους μια μέρα το δρεπάνι του απολύτως δημοκρατικού, αδιάκριτου και ισότιμου θανάτου. «…Θα έχει σύνορα στην άλλη ζωή;…». Αποτυπώνει γλαφυρά τα ηλεκτρικά αόρατα συρματοπλέγματα που βάζουμε γύρω μας και ως μόνο αντίδοτο στην τοξικότητα του εαυτού μας έναντι του Άλλου και αντίστροφα, προτείνει την αγάπη. «…Εργασία μας είναι η αγάπη. Εκεί κολλάμε βαρέα και ανθυγιεινά. Όλα τα σκουπίδια σας έχουν θέση στην καρδιά μας…Η Αγάπη είναι το δυνατότερο οξύ. Μπροστά της το βιτριόλι θυμίζει ανέκδοτο για παιδιά…». Στο όνομα φυσικά αυτής της Αγάπης, έχουν διαπραχθεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα, αλλά εκείνο που συμβαίνει καθημερινά είναι ο ίδιος ο φόβος και τελικά η αποφυγή της αγάπης. Της αγάπης προς τον άλλον ό,τι κι αν είναι, όπως κι αν είναι. Με ένα πόδι, με καθόλου πόδι, με δύο κίτρινα γάντια, με στόμα, με χωρίς φωνή, με μόνο δυο μάτια να μιλάνε, με μόνο δυο αυτιά να ακούνε. Πατρίδα του κάθε ανθρώπου είναι οι καταβολές εκείνες που αισθάνεται για δικές του. Ο Μπρεχτ και ο Κοέν μπορεί να είναι η πιο βαθιά πατρίδα, η πιο αληθινή, που σε ενώνει με τους άλλους και δεν σε χωρίζει. Που σε ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους, αλλά δεν σε διακρίνει από τους άλλους. «…Η πραγματικότητα δεν υπάρχει. Λες και ζούνε μες στο κεφάλι τους. Σαλταρισμένοι. Οι ταξιτζήδες μιλάνε σαν υπουργοί. Οι υπουργοί σαν επιχειρηματίες. Οι επιχειρηματίες σαν καφετζούδες. Οι καφετζούδες σαν φιλόσοφοι. Οι φιλόσοφοι σαν δημόσιοι υπάλληλοι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι…». Και ο καθένας, ως σφύζουσα ζωτική λεπτομέρεια αυτού του κόσμου, έχει ένα καθήκον: να μιλήσει. Με όποιον τρόπο. Είτε με δυο λέξεις καρφωμένες στο χαρτί είτε με δυο κουβέντες που θα χαθούν στη φριχτή ακουστικότητα του χώρου και του χρόνου. Ακόμα κι αν ξέρει ότι ο αέρας την ίδια στιγμή θα πάρει τα λόγια του μακριά. Η ματαιότητα του λόγου του είναι το ίδιο δυνατή με την αλήθεια του: κάποιος θα ακούσει, κάποιος θα θελήσει να καταλάβει, κάποιος θα νιώσει, ηθελημένα ή αθέλητα. «…Ζητώ συγγνώμη από τις λεπτομέρειες της ζωής μου…». Και δεν θα έχει πάει στράφι η ζωή του ή ο θάνατός του ή έστω το λούσιμό του με βιτριόλι, η ίδια η προσπάθεια της φίμωσής του.