Η …ανθρωπογεωγραφία μιας σχέσης

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 13/6/2009)


Η καταπίεση μιας γυναίκας μέσα σε μια φθαρμένη σχέση. Τριάντα ετών. Δεν είναι τα σώματα που έχουν φθαρεί, κατά το οπισθόφυλλο του βιβλίου, είναι οι άνθρωποι που πήραν για δεδομένη τη ζωή τους. Και την πότισαν με το αιθέριο έλαιο του βολέματος, υποκύπτοντας στην αδιαφορία, τη βίαιη σιωπή, τη μη εκδήλωση των αληθινών αισθημάτων που οδήγησε στον ίδιο τους το μαρασμό. Ένα άντρας, βουβός δυνάστης και θύμα μαζί, της ίδιας του της γυναίκας και της υποταγής της στα κοινωνικά στερεότυπα: στις επιταγές των άλλων.
Πρόκειται για το τελευταίο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Λεβάντα της Άτκινσον». Ένα βιβλίο για τον έρωτα είναι σχεδόν καταδικασμένο να κατρακυλήσει σε κλισέ. Εκτός και αν τα αξιοποιήσει προς όφελός του. Αλλά έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο του Κοντολέων δεν μιλά για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι απλώς ένα υπόκωφο θεατρικό φόντο στο βιβλίο. Μια ατμόσφαιρα περιρρέουσα. Το μυθιστόρημα μιλά για ανθρώπους που εγκλωβίστηκαν είτε στην εικόνα των άλλων γι’ αυτούς είτε στην εικόνα του ίδιου τους του εαυτού στον προσωπικό τους καθρέφτη. «…Γνωρίζω. Ξέρω τα πάντα. Δεν αγνοώ τίποτε. Απλά σιωπώ. Η σιωπή των λέξεων, η σιωπή των κινήσεων. Η σιωπή είναι μια άμυνα. Ο Μενέλαος συνηθίζει να λέει πως η καλύτερη μορφή άμυνας είναι η επίθεση. Επιτίθεμαι… Το ξέρω! Η σιωπή μου είναι η δική μου επίθεση. Πολύ συχνά, όχι μόνο τώρα… Σχεδόν πάντα σιωπούσα. Το στόμα κλειστό, το σώμα ακίνητο. Σιωπούσα γιατί φοβόμουνα –ναι, έτσι είναι. Δεν υπάρχει πια χρόνος για υπεκφυγές. Ο φόβος σε κάνει να επιτίθεσαι. Και επέλεγα ως όπλο μου τη σιωπή…».

Κατά παράδοξο τρόπο, στην ανθρωποφαγική συνεχή συνομιλία των πρωταγωνιστών και των σωμάτων τους, τα ψυχολογικά υποστρώματα των ηρώων, οι διαβαθμίσεις μιας βαθύτερης ανάλυσης της προσωπικής τους δυστυχίας, παραμένουν ερμητικά κλειστά στην επιφάνεια· φοβισμένα κι αυτά πίσω από τη θηριωδία δύο πρώην σαρκικά αμοιβαία συμβιβασμένων· κρυμμένα πίσω από διαλόγους είτε βυθισμένα μέσα στο μονόλογο του κάθε θύτη-θύματος. Η Κλέα υπερασπίζεται το «κλέος» της, μια μαστεκτομή που περιφέρει ως «παράσημο» του πληγωμένου της εγώ και ένα αίτημα που σχεδόν διστάζει να διεκδικήσει ψελλίζοντας: «…Το μόνο που ζητώ είναι μια ανεξάρτητη ζωή…». Και ο Μενέλαος θέλει να την γυρίσει πίσω στην παλιά τους ζωή, αγωνίζεται να συναντήσει ξανά εκείνη την «ωραία Ελένη» που είχε κάποτε εξολοκλήρου –ή έτσι πίστευε- στην κατοχή του, με τη δική της συγκατάθεση. Τα παλιά συμβόλαια –ακόμη κι εκείνο το συναινετικό του πρότερου έρωτα και της δήθεν μαγείας του- που τους ένωναν, έχουν πια λυθεί. Όλα απαγκιστρωμένα από το παλιό τους νόημα, ζητούν ένα καινούριο. Σ’ αυτό το άχαρο μεταίχμιο συλλαμβάνει τους ήρωές του ο συγγραφέας και απλώς τους εκθέτει σε δημόσια θέα, κάνοντας σαφή τη δική του αμηχανία σε μια άλλη εποχή που έρχεται, πέρα από τις ανθρώπινες σχέσεις ακόμη και στην ίδια τη λογοτεχνία. Τουλάχιστον έτσι εκλαμβάνω εγώ το συγγραφικό πειραματισμό του, όπως τον ονομάζει και ο ίδιος.