Τροχήλατη ελευθερία
Τα πτηνά του Φειδάκη σου γνέφουν από τους τοίχους του μετρό ότι είναι ελεύθερα, καρφωμένα στο μαρμάρινο τοίχο τους. Μέγαρο Μουσικής. Καρφωμένη ελευθερία. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου απ' αυτά τα πετούμενα. Είναι σαν να μην πατάς στη γη κι εσύ. Και βγαίνεις στον αέρα της Βασιλίσσης Σοφίας. Από τη θάλασσα έρχεται. Ήλιος ίσα να ζεσταίνει και τραγουδάς ένα τραγουδάκι. Μόνο οι τρελοί τραγουδούν πια μόνοι τους στο δρόμο. Α, και οι μόνοι για να μην φοβούνται στο σκοτάδι. Μα, είναι μέρα κι εσύ άλλωστε σφυρίζεις τάχα μου αδιάφορα για να μην φοβάσαι. Σφυρίζεις στ' αλήθεια αδιάφορα. Άλλοι στο έχουν πει. Εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Μοναστηράκι. Μέσα στο μετρό κάτω στους διαδρόμους. Κάτι περνάει δίπλα σου σίφουνας και τραβάει τα μάτια σου πάνω του. Δεν το προλαβαίνεις. Σαν αεράκι. Ανεπαίσθητο. Ένας νεαρός. Καρφωμένος σε καροτσάκι. Πετούμενος κι εσύ απλώς πατούμενη. Τον κοιτάζεις. Με καμία συγκεκριμένη διάθεση. Όπως θα κοιτούσες έναν νεαρό στο δρόμο. Πάνω από το σβέρκο του ο μπαμπάς του τον προσέχει. Με τα μάτια. Και από τα μάτια. Φοβάται πώς θα τον κοιτάξεις. Τον κοιτάζεις πια όπως θα κοίταζες κάθε όμορφο νέο άντρα στο δρόμο. Αυτό. Σκέτο. Μην φοβάσαι, λες με τα μάτια. Στον μπαμπά του. Και φεύγεις. Πιο κάτω θα βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο από πιο μακριά με το νεαρό. Αυτός τροχήλατος, εσύ απλώς πετούμενη σαν τα πουλιά του Φειδάκη. Τροχήλατη ελευθερία. Εκείνα που είναι και δεν είναι στο σύρμα. Δυνάμει πτηνά. Και του χαμογελάς. Λες από μέσα σου, "Είσαι πολύ ωραίος", τόσο δυνατά που εύχεσαι να το ακούσει. Και χαμογελάς. Οι πόρτες ανοίγουν. Μόλις πέταξες κι εσύ. Δεν σφυρίζεις πια αδιάφορα. Πετούμενη ελευθερία. Όχι πατούμενη.