Του λιμανιού
Περαστικός στο λιμάνι. Περαστικά. Όλες οι φυλές του κόσμου. Του μέσα κόσμου. Στη γωνία στημένοι οι απέξω απ' όλα. Ζητάνε. Ή πουλάνε. Και σ' αγοράζουν. Ξεπουλάνε. Το χρόνο. Να αποκτήσουν ρευστό. Ο χρόνος δεν ρέει. Σταματά. Διαβάτης σε φανάρι. Τα ταξί σε πατάνε. Στον Πειραιά. Τι να σου πούνε τα τραγούδια του. Φτερωτοί οι πεζοί περνούν. Πάνω στα πατημένα παπούτσια τους. Τα ξεχειλωμένα. Και στις γόβες τις ξεφλουδισμένες στην άκρη. Κάθετες αχτίδες κόβουν φέτες τη στιγμή. Σε μια κλωστή. Βαβούρα. Της ζωής. Σιωπηλά μάτια. Και οσμές. Της φυγής. Λιμάνι για λίγο. Και μετά μπαρκάρισμα. Ξεμπάρκαρα, μπάρμπα. Το αλάτι υπερίπταται. Κολλάει στα μαλλιά. Αρμυραίνει τα μυαλά. Το νερό αιωρείται. Ελπίδα. Σε κάθε δρόμου. Τον ορίζοντα. Στο ανήλιαγο στενό. Ο παπάς διώχνει τη νεαρή ζητιάνα. Με το μωρό. Στην αγκαλιά. Εκμεταλλεύεσαι το παιδί. Λέει. Τη ραπίζει με λέξεις. Στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Μέσα τα κεριά καίνε. Οι φλόγες.Τα κέρματα κυλάνε στο παγκάρι. Και τα δάκρυα στα πρόσωπα. Οι φλόγες. Αρμυρές στάλες. Μετάνοια. Χωρίς. Καλά που δεν άναψες κερί. Καλά που δεν έριξες. Ρευστό. Του λιμανιού. Ο Ποσειδώνας έχει λουφάξει. Ο Άγιος Νικόλας αποστρέφει το βλέμμα. Ριπή οφθαλμού.