Η σκληρή τρυφερότητα της μοναξιάς

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 22/11/2008)

"…Όμως οι καρδιές των μικρών παιδιών είναι ευαίσθητα όργανα. Ένα κακό ξεκίνημα σ’ ετούτο τον ντουνιά μπορεί να τις λυγίσει και να τους δώσει σχήματα παράξενα. Η καρδιά ενός πληγωμένου παιδιού μπορεί να ζαρώσει τόσο που να μείνει για πάντα σκληρή και βλογιοκομμένη σαν το κουκούτσι του ροδάκινου. Ή, πάλι, μπορεί ν’ αφορμίσει και να πρηστεί έτσι που καταντά βάρος αβάσταχτο, μυγιάγγιχτη και πονεμένη…"



Ύφος καθαρό και στέρεο. Στιλ που ξεχωρίζει από των υπολοίπων της γενιάς της
στην Αμερική. Τρυφερή σκληρότητα και αιχμηρή απαλότητα αποπνέουν οι ιστορίες της. Θεματολογία που φαίνεται να ψάχνει παντού τις ρίζες της μοναξιάς. Της μοναξιάς με τους άλλους και χωρίς τους άλλους. Ίσως γι’ αυτό είχε πει ότι το γράψιμο για κείνη ήταν η αναζήτηση του Θεού. Σχετικά σύντομο το έργο της, άφησε χώρο σε κάποιον σαν τον Άρθουρ Μίλερ να μη διστάσει να την χαρακτηρίσει ελάσσονα συγγραφέα.
Ύπαρξη ταλαιπωρημένη από τις ασθένειες. Με πληγές. Στις αποσκευές της ζωής της είχε έναν αποτυχημένο -καθώς και οι δυο τους διατηρούσαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις- εις διπλούν (παντρεύτηκαν μεταξύ τους δύο φορές) γάμο με τον -επίσης ματαιωμένο- συγγραφέα και τελικά αυτόχειρα Reeves McCullers, από τον οποίο πήρε και το όνομά της. Προσωπικότητα που έκανε τον Μπουκόφσκι να γράψει ένα ποίημα για κείνη. Στενοί της φίλοι ήταν ο Τρούμαν Καπότε και ο Τενεσί Ουίλιαμς. Η Lula Carson Smith. Το κανονικό της όνομα. Γνωστή ως Carson McCullers.
Ταλαντούχα. Καταρχάς στο πιάνο. Πήγε στο φημισμένο Τζούλιαρντ άλλωστε, για να σπουδάσει τη μουσική που αγαπούσε, αλλά αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Και έγινε. Ο Γκράχαμ Γκριν της αναγνώρισε ότι μετά τον Ντ. Χ. Λώρενς, μόνο αυτή και ο Φώκνερ διέθεταν γνήσια ποιητική αισθαντικότητα. Την προτιμούσε ο ίδιος, και από τον Φώκνερ και από τον Λώρενς, γιατί δεν προσπαθούσε να περάσει κάποιο «μήνυμα» με τα κείμενά της. Ο Γκορ Βιντάλ επίσης ξεχωρίζει τον ταλέντο και τη γραφή της.
Οι εκδόσεις Κέδρος μόλις επανεξέδωσαν το βιβλίο της «Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου», που είχε γράψει το 1951 και το οποίο είχε βγει το 1969 και πάλι από τον Κέδρο σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα. Όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογό του, άλλαξε ελάχιστα σημεία από την πρώτη μετάφραση, μόνον εκείνα που του φαίνονταν παλιομοδίτικα ή κράτησε ορισμένα απ’ αυτά, ακριβώς για να διακρίνεται η πατίνα του χρόνου. Η πρόζα της McCullers σε οδηγεί να την ακολουθήσεις σε μια εντελώς παράδοξη ιστορία που ωστόσο κρύβει τόση μοναξιά, τρυφερότητα, σκληρότητα και δοκιμασία που σε απορροφά αναγνωστικά.
Κεντρική ηρωίδα της η Δεσποινίς Αμέλια. «…Μόνο με τους ανθρώπους η Δεσποινίς Αμέλια δεν ένιωθε άνετα. Τους ανθρώπους, εκτός κι αν είναι άβουλοι ή άρρωστοι πολύ, δεν μπορείς να τους πάρεις στα χέρια και μέσα σε μια νύχτα να τους αλλάξεις σε κάτι που ν’ αξίζει και ν’ αποδίδει περισσότερο…». Μια αντρογυναίκα που ζει στον αμερικανικό Νότο και ξέρει να επιβάλλεται απολύτως στο μικρόκοσμό της. Φιλοχρήματη και ρωμαλέα. Δεν διστάζει να πιάνεται στα χέρια με άντρες δυνατότερούς της και να τους νικάει. Στο παρελθόν της χάσκει η τρύπα ενός αποτυχημένου γάμου που τον αποσιωπούν άπαντες. Ξαφνικά στη ζωή της μπαίνει ένας καμπούρης νάνος. Και την αλλάζει. Προς το καλύτερο. «…Υπάρχει ένας τύπος ανθρώπου με μια ιδιότητα που τον κάνει να ξεχωρίζει από τ’ άλλα, τα πιο συνηθισμένα ανθρώπινα πλάσματα. Ένας τέτοιος άνθρωπος κατέχει ένα ένστικτο που συνήθως το βρίσκει κανείς μόνο στα μικρά παιδιά* το ένστικτο να επικοινωνεί άμεσα και ζωτικά με τον κόσμο γύρω του…».
Με την παράδοξη σχέση του μαζί της, η ψυχή της μαλακώνει κι αφήνεται. «…καλύτερα να ζεις παρέα με τον χειρότερο εχθρό σου παρά ν’ αντιμετωπίζεις τη ζωή μόνος…». Ένα μέρος του σπιτιού της μετατρέπεται σε καφενείο όπου βρίσκει καταφύγιο η πληγωμένη εξωτερικά μορφή του νάνου και η ακατανόητη από τους υπολοίπους σχέση τους. Το καφενείο στήνεται σχεδόν από μόνο του μπροστά στα μάτια των κατοίκων –με την σιωπηρή τους συναίνεση και συγκατάθεση, με την απρόσμενη συμμετοχή τους- της περιοχής που συχνάζουν στο μαγαζί της Αμέλια και οικοδομείται πάνω στην ανάγκη τους να βρεθούν μαζί. Και ίσως να μοιραστούν σιωπηλά μια λύπη. «…Γιατί η ατμόσφαιρα σ’ ένα καφενείο που σέβεται τ’ όνομά του συνεπάγεται τούτες τις ιδιότητες: σύμπνοια, γαστρονομικές απολαύσεις και μια κάποια ευθυμία και χάρη στη συμπεριφορά…».
Εκείνο όμως που ενώνει την Αμέλια και το νάνο είναι η συμφορά. Η συμφορά που κουβαλούν και οι δυο στη ζωή τους. Όσο κι αν ακουμπά ο ένας τη ζωή του στον άλλον, δεν μπορεί να σβήσει το Κακό που φέρουν κι οι δυο τους από άλλες πλευρές, αλλά το φέρουν και είναι το ίδιο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν κερδίζει το καλό και η αγάπη και η συμπόνια και η κατανόηση και η ανθρωπιά, αλλά το κακό. «…Ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν αφήνουν τους εαυτούς τους τόσο αδέσμευτους και παράτολμα ευτυχισμένους παρά σαν διαγράφεται στον ορίζοντα κάποια πιθανότητα γι’ αναταραχή ή συμφορά…».
Και ο παράδεισος που έφτιαξαν οι αλλόκοτες τούτες λογοτεχνικές φιγούρες, εκπίπτει. Από μόνος του. Κι όσο κι αν φρόντισαν οι ήρωες ο ένας τον άλλον κι αν νιώσανε αγάπη μεταξύ τους, (γιατί ακόμη και «…Τα πιο αλλόκοτα πλάσματα μπορεί να γίνουν αντικείμενο αγάπης…Ένας καθ’ όλα μέτριος μπορεί να γίνει η αιτία μιας αγάπης άμετρης, άσωτης και ωραίας σαν τα δηλητηριασμένα κρινάκια του βάλτου…η αξία και η ποιότητα του έρωτα ορίζεται μόνο από εκείνον που αγαπά…»), έρχεται το αδηφάγο παρελθόν και τα τινάζει όλα στον αέρα. Έτσι για να επιβεβαιώσει τα στερεότυπα. Για να ειρωνευτεί την τύχη των ανθρώπων. Για να παίξει με την τρωτότητά τους. «…Μα η ανθρώπινη ζωή δεν είναι κοστολογημένη* σου δίνεται τζάμπα και παίρνεται πίσω δίχως να πληρώσεις. Σαν τι ν’ αξίζει άραγε;…». Για να ακονίσει τις διαφορές και τις διαφορετικότητές τους και να τους εγκαταλείψει μόνους και πληγωμένους, σαν και τη λύπη. Που όσα καφενεία κι αν στήσει κανείς, με όσους κι αν τη μοιραστεί, αν θέλει εκείνη, μπορεί να τον νικήσει δια παντός. «…Ενόσω έτρωγε, ένα δάκρυ κατρακύλησε στα λερά του μάγουλα -μα δεν ήταν παρά ένα ρετάλι δάκρυ και που δεν αξίζει να γίνεται λόγος…».
Διαβάζοντας το βιβλίο, χωρίς να ξέρει τίποτα ο αναγνώστης για τη ζωή της συγγραφέως, εισπράττει στο ακέραιο τα ψυχικά τοπία που την ταλάνιζαν και στα οποία περιπλανιόταν. Μαθαίνοντας πέντε εξόφθαλμες πληροφορίες για τη ζωή της, μπορεί να αντιληφθεί τις αντιστοιχίες του έργου της με την ίδια. Για να εκτιμήσει το ταλέντο της, αρκεί να αφεθεί στις λέξεις της, στη μοναξιά που αναδύουν, στην ευθύτητά τους που τρυπάει τον αναγνώστη σαν περίστροφο που βάλλει γυρισμένο προς τον ίδιο με ένα μαξιλάρι ανάμεσά τους.