"Μ' αγαπάς;"
Τα χείλη του σκασμένα. Ξερά. Το στόμα του ανοιχτό για ν' αναπνέει μ' αγωνία. Μπορεί σε λίγο να τον πετάξουν έξω. Μαυριδερούλης για κείνους που τους νοιάζει το χρώμα. Λες και δεν πεινάς και δεν πονάς το ίδιο, ό,τι χρώμα και να 'σαι. Μου φτάνει-δεν μου φτάνει μέχρι το στήθος. Πιτσιρίκος. Κάνει ζέστη, μα φοράει χοντρό μπουφάν. Αν το αφήσει πουθενά, θα το χάσει. Ζητάει κάλυψη. Κρυώνει. Η κυρία που χτυπάει τα πράγματα στο ταμείο ακούω να λέει "πολύ καλό παιδί και να σκεφτείς δεν έχει να φάει". Γυρίζω και βλέπω τα μάτια του να γυαλίζουν. Βάζει ήδη τα ψώνια μου στις σακούλες. Μου δείχνει με το χεράκι του -μια σταλίτσα- ότι τα φροντίζει εκείνος. Μου τα δείχνει ένα-ένα. Όλα μια παντομίμα. Της ψυχής. Συνεννοηθήκαμε. Ακόμη και την παραξενιά μου να μπαίνουν τα απορρυπαντικά χωριστά, την κατάλαβε, πριν του δείξω. Γιατί ούτε εγώ μπορούσα να μιλήσω. Ούτε το παιδί. Δεν έχει να φάει. Και είναι παιδί. Καλό, λέει η κυρία πίσω από το ταμείο. Παιδί, ξαναλέω. Παιδί. Δεν έχει να φάει. Το χέρι του ξαναπάει στην καρδιά του. Ευχαριστώ. Σαν να πήρα την αγάπη όλου του κόσμου. Και σκέφτομαι ότι αν υπάρχουν εκείνοι που σε ρωτούν "μ' αγαπάς;", υπάρχουν κι εκείνοι που λένε "σ' ευχαριστώ που μ' αγαπάς έστω και για ένα λεπτό", μ' ένα χεράκι βρώμικο στην καρδιά. Φτάνει που είναι τα δικά σου καθαρά και άδεια. Συγχώρα με που γίνομαι μικρή.