Τα καλοκαίρια από χαρτί (Vol. Ι)

Τα καλοκαίρια δεν μύριζαν μόνο καρπούζι. Για αντηλιακό ούτε λόγος. Μόνο το άρωμα του μωρουδιακού λαδιού Τζόνσον θυμάται. Κι αυτό αμυδρά. Το παλιό λαδάκι. Εκείνο που ήταν ρέον και διάφανο. Όχι σαν τα σημερινά τα τζελ και με χαμομήλι, παπάγια, αλόη (και, και, και) και δεν συμμαζεύεται.

Τότε ήταν όλα συμμαζεμένα στο μυαλό της. Τζόνσον σκέτο. Στα ελληνικά θυμάται το όνομά του. Έτσι όπως το άκουγε από τους μεγάλους. Ποτέ δεν πολυσυμπάθησε το σίγμα στο τέλος που άρχισε να το προσθέτει αναγκαστικά λόγω επίκτητης αγγλομάθειας. Johnson's. Όχι για προστασία από τον ήλιο βέβαια, το λάδι. Δεν υπήρχε ανάγκη. Βάζανε κάποιοι Κόπερτον (κι αυτό στα ελληνικά) για μόστρα, λόγω του μωρού με το μπλε βρακάκι που έτρεχε δίπλα στο μαύρο σκυλί. Το φοβόταν το μαύρο σκυλί η Φρίντα (από το Φρειδερίκη). Μα τι διαφήμιση ήταν αυτή; Τα παιδάκια που φοβούνταν, δεν τα σκέφτηκε κανείς;

Τα καλοκαίρια λοιπόν μύριζαν χαρτί. Αρχικά, χαρτί εφημερίδας. Δύο εφημερίδες έμπαιναν στο σπίτι. Μία από τον παππού, μία από τον μπαμπά. Η μία παραδοσιακή δεξιά, η άλλη πιο ψαγμένη κεντρώα. «Γεμίσατε το σπίτι σκουπίδια. Γιατί παίρνετε δύο φυλλάδες; Μία δεν σας έφτανε;», ωρύονταν η γιαγιά. Τα μεσημέρια όμως του καλοκαιριού που δεν την άφηναν να βγει έξω να σεργιανίσει στα σοκάκια του χωριού με απειλές του τύπου «θα σε κλέψουν» (να την κλέψουν, να την κάνουν τι; ρωτούσε αφελώς), οι εφημερίδες ήταν μεγάλη παρηγοριά. Αφού δεν μπορούσε να βγει στον κόσμο εκεί έξω, θα έφερνε τον κόσμο μέσα στο κρεβάτι της. Μόνο που μουντζούρωνε τα μικρά παιδικά της χεράκια, αλλά δεν την ένοιαζε, μετά θα μπανιάριζε τις κοκκάλινες κούκλες και θα τα έπλενε.

Έμαθε να διαβάζει προτού πάει σχολείο. Εξαιτίας των εφημερίδων -πάνω στο πλυντήριο που τις ξεχνούσαν- και των τίτλων τους με τα τεράστια παχιά μαύρα γράμματα. Μετά στο σχολείο όλο κλαμένη ήταν στην Α΄ Δημοτικού. Μάθαινε παπαγαλία τις πέντε γραμμές του αναγνωστικού και δεν διάβαζε, παρά τις επαναλάμβανε μηχανικά σαν ρομποτάκι. Μα, ήταν τόσο βαρετή η Λόλα και το μήλο της. Η Φρίντα είχε μάθει να διαβάζει μεγαλόφωνα για εγκλήματα και πολιτική. Από το χαρτί του καλοκαιριού: τις εφημερίδες.

Πήγαινε κρυφά το μεσημέρι, πατώντας στις μύτες και τρίζοντας με τις μικροσκοπικές της πατούσες τα πατώματα και ξεκινούσε την εκστρατεία να διαβάσει και τις δύο εφημερίδες. Ξεκινούσε από το δωμάτιο του παππού που τον έπαιρνε πρώτο ο ύπνος. Κατέβαζε το χερούλι της πόρτας, έσπρωχνε την κουρτίνα, σαν να την φυσούσε τάχα αέρας και αν δεν έβλεπε αντιδράσεις, προχωρούσε. Τραβούσε αργά την εφημερίδα από τα χέρια του κοιμισμένου παππού και χαμογελούσε στη θέα των στραβοβαλμένων του γυαλιών. Η αποστολή είχε επιτευχθεί. Έτρεχε γρήγορα γρήγορα και με λαχτάρα να απολαύσει τη λεία της. Πολιτική, οικονομία, εγκλήματα, ποδοσφαιρικά, αλλά εκείνο που τη μάγευε, ήταν τα κοσμικά (από Νίνα Βλάχου και πάνω). Οι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι που φωτογραφίζονταν, χαμογελώντας όλοι αστραφτερά. Μα, περισσότερο εκείνο που της τραβούσε την προσοχή ήταν οι λέξεις στις λεζάντες: «τρυφερό ενσταντανέ», «οικογενειακό κάδρο». Αργότερα θα μάθαινε ότι αυτά είναι δημοσιογραφικά κλισέ. Είχε εντρυφήσει σε δαύτα από τα τέσσερά της χρόνια. Η Φρίντα. Άδολα και αθώα. Αφού ρουφούσε την εφημερίδα του παππού, έτρεχε να πάρει και εκείνη του μπαμπά.

«Μα, τα ίδια δεν γράφουν;», επέμενε η γιαγιά. Όχι, ρε γιαγιά, δεν γράφουν τα ίδια. Αλλά εσύ δεν ξέρεις, εγώ σου διαβάζω την εφημερίδα, όσο καθαρίζεις φασολάκια. Μπλιαχ! Όλο φασολάκια και κολοκύθια και μελιτζάνες τρώμε το καλοκαίρι. Αμάν! Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα η Φρίντα θα ψάχνει να ξαναφάει εκείνα τα λαδερά, μα δεν θα είναι το ίδιο. Θα ψάχνει το καρπούζι και το πεπόνι των καλοκαιριών που ο κόσμος βοούσε για τον Παπανδρέου και τον Καραμανλή (τους πρεσβύτερους) και το Φλωράκη, με τα πλαστικά σημαιάκια και τις συγκεντρώσεις που ξεφώνιζαν τα μεγάφωνα, αλλά αυτή ήταν μικρή και δεν την άφηναν να πάει. Μα, ήξερε και τον Παπανδρέου και τον Καραμανλή, αφού τους έβλεπε στην ασπρόμαυρη τηλεόραση να βγάζουν λόγους στη Βουλή και ο κόσμος να συζητάει μετά, τι είπαν, πώς το είπαν και γιατί. Τώρα, στην ενήλικη ζωή της Φρίντας, χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι για τον Παπανδρέου (ή Παπαντρέου (;) που τον έλεγε η γιαγιά και ο θείος Θοδωρής και τον μουντζώνανε με κάθε ευκαιρία) και τον Καραμα(το «ν» άμα δεν το διάβαζε, δεν υπήρχε)λή. Είσαι μικρή, κάτσε στ’ αυγά σου, Φρίντα. Πλύνε τα χέρια σου από τις μουντζούρες της επικαιρότητας, Φρίντα. Και η ζωή έτσι άρχισε να γίνεται από χαρτί.

Μα πιο πολύ από χαρτί έγινε ένα καλοκαίρι άλλο, μαγικό. Ο κύριος Παπαδάκης από την Αθήνα, ο φίλος του παππού, έκανε εκκαθάριση (να τον έχει καλά η ζωή μετά τον θάνατο, τον συγχωρεμένο) στο σπίτι και το γραφείο του και έφερε τα περιοδικά ετών να τα πετάξει στο χωριό. Πριν τα πετάξει όμως, εκείνα στάθμευσαν στην πυλωτή της Φρίντας για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Επίκαιρα, Ταχυδρόμος, Εικόνες, Ρομάντζο, Γυναίκα, Φαντάζιο, Και. Κιλά, τόνοι περιοδικά. Εκατομμύρια λέξεις. Χιλιάδες εικόνες.

Και χώθηκε μέσα στις σελίδες τους. Την πιο έντονη εικόνα από εκείνα τα περιοδικά που έχει κρατήσει μέχρι και σήμερα η Φρίντα, είναι εκείνη της ξανθιάς σταρ του Χόλιγουντ Λάνα Τάρνερ. Και της κόρης της. Δεν θα ξεχάσει το έγκλημα της πιτσιρίκας που το διάβαζε με ορθάνοιχτα τα παιδικά της μάτια που σε λίγο θα γίνονταν μυωπικά. Αν και χάρτινο εκείνο το καλοκαίρι στη μυρωδιά του, δεν σβήστηκε ποτέ από τη μνήμη της, δεν πήρε φωτιά ούτε μια στιγμή, δεν βρέθηκε αρκετή υγρασία στο μέλλον να το μουλιάσει και να το εξαφανίσει. Δεν το ξέφτισε κανένας Καραμαλής και Παπαντρέου του μέλλοντος, που γράφονταν με το νι και με το δέλτα πια.


(*Σημ. Διάβασα το Σαββατοκύριακο το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, "Αύριο, μια άλλη χώρα" (1997-Εκδόσεις Πόλις) από τη 10η έκδοσή του (2006) και σκέφτηκα να γράψω μια μικρή -τοσοδούλα- ιστορία από το μετέπειτα της ατμόσφαιρας των ηρώων της, φτιάχνοντας μια δική μου μικρή ηρωίδα, τη Φρίντα που ήθελε να πει δυο κουβέντες για το πώς άρχισε να αγαπάει την ανάγνωση και το χαρτί. Α, και τα μεσημέρια του καλοκαιριού που μένει πάντα ξάγρυπνη...
**Με εντυπωσίασε που αν και τριτοπρόσωπη η αφήγηση της Τριανταφύλλου, αισθάνεσαι σαν να την ακούς να σου μιλάει σε πρώτο ενικό πρόσωπο απολύτως
.)