Η μυθιστορηματική απομυθοποίηση του «διαμαντιού» της Χαμένης Γενιάς
Ο γάλλος συγγραφέας επιλέγει τη φωνή της Ζέλντα για να πει αλλιώς την ιστορία του απαστράπτοντος κοσμικού ζευγαριού και φυσικά την ιστορία αυτής της γυναίκας που τελικά έζησε στη σκιά του ανδρός της, αν και εκείνη ήταν που πασπάλισε με χρυσόσκονη την ίδια του τη συγγραφική καριέρα. «…Είμαι η Ζέλντα Σάιερ. Η κόρη του Δικαστή. Η μέλλουσα αρραβωνιαστικιά του μέλλοντα μεγάλου συγγραφέα…». Ο Λερουά κατορθώνει να μπει απολύτως μέσα στη γυναικεία ψυχολογία και μάλιστα να περιπλανηθεί στους διαδρόμους ενός ταραγμένου γυναικείου μυαλού. «…δεν μπορώ να απωθήσω τίποτα: όλα είναι συνεχώς παρόντα, δρώντα, παρόντα και σε πρώτο πλάνο. Με διαλύει συθέμελα η ανικανότητά μου να ξεχάσω, να καταπνίξω, να αποδιώξω: δεν έχω μήτε παραπέτασμα μήτε δεύτερο πλάνο. Ούτε καν δεύτερες σκέψεις…». Η τρέλα στην ούγια της, έτσι όπως την ιχνηλατεί ο συγγραφέας, αποτελεί το αρνητικό του φιλμ της πραγματικότητας, της αλήθειας. «…Για να καταλάβει κανείς πρέπει να αγαπά…». Βλέπουμε μυθιστορηματικά αναδομημένη και αναπλασμένη την προσωπικότητα του Φιτζέραλντ μέσα από τα μονοπάτια της ψυχής της «ασθενούς» Ζέλντα. «…Αυτή η επιχείρηση για δύο δεν είναι αγάπη…»
Μια γυναίκα που «εξυπηρέτησε» απολύτως το σκοπό της, «χρησιμοποιήθηκε» πολλαπλώς από το σύζυγό της, όπως παρουσιάζεται στην εκδοχή του Λερουά, και τελικά υπέκυψε στην ίδια της την αδυναμία να τιθασεύει την πραγματικότητα και να κρατά τις πληγές της μακριά απ’ αυτή. «…Αχ! Η σιωπή! Η σιωπή των μικρών ρηγμάτων. Το μεγάλο κενό που γίνεται μέσα μας κι έρχεται να καλύψει με επίδεσμο κι αιθέρα τα ραγισμένα μας κεφάλια…». Ο γάλλος δημιουργός ονομάζει μυθιστορηματική βιογραφία το έργο του, εγώ θα έλεγα ότι πρόκειται για μια «συναισθηματική αιμορραγία» της Ζέλντα ως πραγματικού προσώπου. «…Μοιάζουμε τόσο πολύ εμείς οι δύο, ήδη από τη γέννησή μας, κοσμικές χορεύτριες κι οι δυο μας, δυο παιδιά ηλικιωμένων ανθρώπων, δυο παιδιά παραχαϊδεμένα, ανυπόφορα, μέτρια στο σχολείο, κι αυτός όπως κι εγώ, ένα ντουέτο από λαμπρούς «θα μπορούσαν να τα πάνε και καλύτερα», δυο ακόρεστα πλάσματα καταδικασμένα να διαψευσθούν…». Η απομόνωσή της, η αγάπη που δεν εισέπραττε και δεν ένιωθε πια κι η ίδια, η κοινή της ζωή με το Φιτζέραλντ, η υποτίμηση και ο υποβιβασμός της, η αδυναμία της να υπάρξει αυτόνομα, η αδυναμία της να απεμπλακεί από μια σχέση που τελικά σκότωσε τον εαυτό της, την ύπαρξή της. «…κανείς δεν μπορεί να ορίσει και να τιθασεύσει το ταπεραμέντο του άλλου –όχι περισσότερο απ’ όσο μπορεί να το κάνει με τις καταιγίδες, τον αγέρα ή τον κεραυνό* κανείς, ούτε ψυχίατροι, ούτε κλιματολόγοι. Πόσω μάλλον οι καχύποπτοι εραστές…». Εκ πρώτης ανάγνωσης, σοκάρει τον αναγνώστη ο τρόπος που παρουσιάζεται ο macho Χεμινγουέι στη σχέση του με το Φιτζέραλντ, η ίδια η σχέση του Φιτζέρλαντ με τη Ζέλντα, το συγγραφικό της ταλέντο που απεκρύφθη τεχνηέντως. Στη σφαίρα της φαντασίας του Λερουά ή όχι, όλα αυτά αφήνουν στον αναγνώστη τη μελαγχολία και τη ματαίωση εκείνης της γενιάς. «…Τι έχουν πάθει όλοι αυτοί οι νεαροί τύποι και θέλουν να γίνουν συγγραφείς; Γιατί δεν αρκούνται στο να γίνουν πλούσιοι και διάσημοι!…».