Δηλητηριώδης, αλλά μετέωρη πρόζα
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 26/7/2008)
Με όχημα και πρόσχημα τους σκύλους και τη ζωή τους στο σπίτι της κυρίας Κασσάνδρας (που μόνο ανθηρές δεν μπορούν να είναι οι «προφητείες» των σκύλων της για το μέλλον), η Ισμήνη Καπάνταη αφηγείται την «Κυνική ιστορία» (Εκδόσεις Καστανιώτη), μια κυνική ιστορία με σημεία και «τέρατα» του καιρού μας, της χώρας μας, της τέχνης μας, της λογοτεχνίας μας, της παραλογοτεχνίας μας, της κοινωνίας μας, της οικονομίας μας* μια κυνική ιστορία του κυνισμού. «Πρέπει να το πάρουμε απόφαση, ζούμε σε μια παρακμιακή εποχή. Δεν υπάρχουν πια τέτοιοι ήρωες. Ήρωες σήμερα είναι τα τσακάλια της Αγοράς και το μόνο που μετρά είναι το χρήμα». Πρόκειται για ένα αφήγημα και όχι μυθιστόρημα –κατά τη γνώμη μου- όπως γράφει το εξώφυλλο του βιβλίου που παρωδεί, ειρωνεύεται, διακωμωδεί, σατιρίζει τον αχταρμά της νεοελληνικής πραγματικότητας, σε όλες του τις πτυχές κι εκφάνσεις. «…πολιτική ορθότης και Παράδεισος είναι πλέον έννοιες ταυτόσημες…».
Η ιδέα της συγγραφέως έχει μια φρεσκάδα και εκτιμώ ιδιαίτερα την πρόθεσή της να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, όπως και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και η οποία είναι «γεμάτη», μεστή και το μεγάλο ατού του κειμένου. Η ομορφιά όλη βρίσκεται στη γλώσσα. Η αδύναμη και χαλαρή συνοχή, όμως, των σκηνών –επεισοδίων- του αφηγήματος στην πραγματικότητα καταργούν την αρχική ιδέα που θα μπορούσε να έχει αξιοποιηθεί πολυεπίπεδα και φυσικά να κερδίζει από παντού τον αναγνώστη. «…Το έργο του καταγραφέως μιας ιστορίας είναι συνήθως δουλειά ρουτίνας…». Η δηλητηριώδης και με ρυθμό πρόζα δεν έχει ιστορία να στηριχθεί, χαρακτήρες με βάθος για να πιαστεί και μένει μετέωρη, χωρίς να μπορεί να ασκήσει μια αποτελεσματικότερη γοητεία.
Από την κουλτούρα και την επίφασή της, μέχρι τη «γάτα του Πουανκαρέ», τον Μπους, τον Μπλερ, το Σέξπιρ και τον Κίπλινγκ η απόσταση γίνεται μηδενική για το «ανακάτεμα» των νεοελληνικών ηθών, σύμφωνα με τη ζωή και τη θεώρηση της «σκυλοπαρέας» που διαθέτει χαρακτήρα, άποψη και ισχυρή προσωπικότητα. Απλώς, το λογοτεχνικό περίβλημα που επέλεξε η συγγραφέας να ντύσει όλη αυτή την κριτική –και επικριτική κάποτε- στάση της απέναντι στα συμβαίνοντα δεν στέκεται ικανό να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με άλλο τρόπο παρά μόνο με αυτόν της απόλαυσης της ειρωνείας και του κυνισμού για την ίδια τους την ύπαρξη, δηλαδή ειρωνεία για την ειρωνεία, κυνισμός για τον κυνισμό.
Η ιδέα της συγγραφέως έχει μια φρεσκάδα και εκτιμώ ιδιαίτερα την πρόθεσή της να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, όπως και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και η οποία είναι «γεμάτη», μεστή και το μεγάλο ατού του κειμένου. Η ομορφιά όλη βρίσκεται στη γλώσσα. Η αδύναμη και χαλαρή συνοχή, όμως, των σκηνών –επεισοδίων- του αφηγήματος στην πραγματικότητα καταργούν την αρχική ιδέα που θα μπορούσε να έχει αξιοποιηθεί πολυεπίπεδα και φυσικά να κερδίζει από παντού τον αναγνώστη. «…Το έργο του καταγραφέως μιας ιστορίας είναι συνήθως δουλειά ρουτίνας…». Η δηλητηριώδης και με ρυθμό πρόζα δεν έχει ιστορία να στηριχθεί, χαρακτήρες με βάθος για να πιαστεί και μένει μετέωρη, χωρίς να μπορεί να ασκήσει μια αποτελεσματικότερη γοητεία.
Από την κουλτούρα και την επίφασή της, μέχρι τη «γάτα του Πουανκαρέ», τον Μπους, τον Μπλερ, το Σέξπιρ και τον Κίπλινγκ η απόσταση γίνεται μηδενική για το «ανακάτεμα» των νεοελληνικών ηθών, σύμφωνα με τη ζωή και τη θεώρηση της «σκυλοπαρέας» που διαθέτει χαρακτήρα, άποψη και ισχυρή προσωπικότητα. Απλώς, το λογοτεχνικό περίβλημα που επέλεξε η συγγραφέας να ντύσει όλη αυτή την κριτική –και επικριτική κάποτε- στάση της απέναντι στα συμβαίνοντα δεν στέκεται ικανό να κερδίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με άλλο τρόπο παρά μόνο με αυτόν της απόλαυσης της ειρωνείας και του κυνισμού για την ίδια τους την ύπαρξη, δηλαδή ειρωνεία για την ειρωνεία, κυνισμός για τον κυνισμό.