Ζώντας το θάνατο


Οι δύο τελευταίες τηλεοπτικές εκπομπές του Σταύρου Θεοδωράκη τόλμησαν να αποκαλύψουν ένα αληθινό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που αποσιωπείται. Και το βλέπουμε μετά περιθωριοποιημένο στις άκρες τους δρόμου, στην Ομόνοια, στο τρένο, να μας τείνει το χέρι. Για πενήντα λεπτά. Εγώ λέω για μια στάλα αγάπη. Πρόκειται, στα μάτια μου, για μια μερίδα ανθρώπων που επειδή δεν αποτέλεσαν τους πραγματικούς «Πρωταγωνιστές» στη ζωή τους, στο μικρόκοσμο της οικογένειάς τους, δεν έλαβαν την αγάπη που χρειάζονταν για να επιβιώσουν, τελικά αναγκάστηκαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους για να «ξεφύγουν», μ' ένα «ταξίδι». Με τρόπο που θα τιμωρήσει τους γονείς και τους άλλους, τον ίδιο τους τον εαυτό. Και ύστερα ο έλεγχος χάνεται, γιατί οι ίδιοι γίνονται πελάτες ενός ακριβού θανάτου. Που έρχεται. Αυτή είναι η μόνη βεβαιότητα. Συναισθηματική προσέγγιση, γιατί η ρίζα του προβλήματος είναι συναισθηματικής φύσεως. Οι ουσίες έρχονται να καλύψουν ένα ανυπέρβλητο κενό.
Από τη δεκαετία του '90, στην αργολική επαρχία της εφηβείας μου, ο θάνατος κατοικούσε στη γειτονιά και στο σχολείο. Μόνο που δεν το παραδεχόταν κανείς. Ψίθυροι, υπόνοιες, αδράνεια, «είναι λεπτό το ζήτημα», «μην εμπλακούμε», «είναι δικό τους θέμα»... Και τα παιδιά πέθαιναν αβέρτα με τρυπημένα χέρια, αβοήθητα. Μόνα τους. Σκοτωμένα από κυκλώματα. Από τα ίδια τα μπλεξίματά τους. Οικογένειες στο πένθος. Διαλυμένες ζωές. Ο θάνατος νικητής. Και η κατάσταση διαιωνίζεται. Για ένα λόγο. Συνεχίζουν και ίσως με χειρότερο τρόπο τα παιδιά -στα κρίσιμα χρόνια τους- να μεγαλώνουν με απουσίες: αγάπης, ενδιαφέροντος, συμπεριφοράς με όρια. Έχουμε πιο πολλούς ειδικούς από ποτέ, έχουμε αφήσει πίσω μας τα ταμπού της ψυχολογικής βοήθειας και υποστήριξης, αλλά δεν είμαστε εκεί να ζήσουμε τα παιδιά μας, να ζήσουμε με τα παιδιά μας.
Δεν μας ζητάνε μεγαλεία υλικά, μας ζητάνε εκείνα τα άλλα τα μεγαλεία της ψυχής. Το να είμαστε γονείς, μέσα μέσα μας. Και όχι μόνο για τα απολύτως «δικά μας» παιδιά, αλλά για όλα τα παιδιά του κόσμου μας. Δεν μας ζητάνε στο σχολείο στείρες γνώσεις τα παιδιά μας, ζητάνε τη γνώση της ζωής από τους δασκάλους τους. Μας ζητάνε ελπίδα. Μας ζητάνε ενδιαφέρον. Μας ζητάνε την ίδια τη ζωή. Αντί γι' αυτό, τα αφήνουμε κάποτε εκτεθειμένα στον άνεμο του θανάτου. Τα αφήνουμε μόνα τους. Τα αφήνουμε χωρίς αγκαλιές. Χωρίς γέλιο. Χωρίς να ακούνε να χτυπάει η καρδιά μας για κείνα πλάι τους. Τα αφήνουμε. Και μετά μας αφήνουν κι εκείνα.
Περπατώντας την Αθήνα, τα μάτια μου πληγώνουν εκείνα τα λαβωμένα παιδιά. Με τις αργόσυρτες ομιλίες και κινήσεις. Με τα χαλασμένα δόντια, τα βρώμικα ρούχα, τα πληγιασμένα κορμιά. Με ενοχλεί η σκληρότητα του κόσμου «είναι επιλογή τους». Μα, κάποτε δεν τους αφήνουμε άλλη επιλογή απ' αυτή, το θάνατο.

(Δημοσιεύτηκε στη "Βραδυνή" στις 30 Μαρτίου 2012)