Ημερολογιακό έαρ
Σπασμένη
στα δυο.
Ακριβοδίκαια.
Μέρα.
Νύχτα.
Χάριν φύσεως.
Η άνοιξη λέει.
Απαιτεί.
Να έρθει στη μάνα της η Περσεφόνη.
Κι ο Άδης μην αντέχοντας άλλο μόνος
ανέρχεται
πρώτα στην Άπω Ανατολή.
Να δει κλαδιά από ανθισμένες κερασιές.
Μα τι ξέρει εκείνος από φως;
Θα τυφλωθεί.
Τυφλός δεν ήταν πάντα;
Υπερίπταται στης Μεσογείου τις κάτω ακτές.
Εκεί που το φως σου σφάζει τα μάτια.
Κάπου ανάμεσα στους αμάχους
να μυρίσει ανθρωπίλα.
Κι αηδιασμένος από τη ζωή
παίρνει το φόρο του
και φεύγει.
Άδικα.
Τα μανιτάρια θάλλουν
θάνατο στην Ανατολή.
Λίγη αιδώ από τον Άδη;
Καμιά.
Το χώμα του ήθελε λίπασμα
Η άνοιξη λέει.
Η άνοιξη.
Κι η Δήμητρα σφίγγει
την κόρης της στην αγκαλιά
και κλαίει με γέλια.
Για όσο την έχει.
Η άνοιξη λέει.
Η άνοιξη.
Όλο το δίκιο,
με το μέρος της.
Η άνοιξη λέει.
Η άνοιξη.
Σπεύδει στο καλοκαίρι
σαρώνοντας με το δρεπάνι της
τους αλαφρούς,
εκείνους που ο ίσκιος τους δεν πέφτει στη γη
και φτάνει η αντηλιά στον Άδη.
στα δυο.
Ακριβοδίκαια.
Μέρα.
Νύχτα.
Χάριν φύσεως.
Η άνοιξη λέει.
Απαιτεί.
Να έρθει στη μάνα της η Περσεφόνη.
Κι ο Άδης μην αντέχοντας άλλο μόνος
ανέρχεται
πρώτα στην Άπω Ανατολή.
Να δει κλαδιά από ανθισμένες κερασιές.
Μα τι ξέρει εκείνος από φως;
Θα τυφλωθεί.
Τυφλός δεν ήταν πάντα;
Υπερίπταται στης Μεσογείου τις κάτω ακτές.
Εκεί που το φως σου σφάζει τα μάτια.
Κάπου ανάμεσα στους αμάχους
να μυρίσει ανθρωπίλα.
Κι αηδιασμένος από τη ζωή
παίρνει το φόρο του
και φεύγει.
Άδικα.
Τα μανιτάρια θάλλουν
θάνατο στην Ανατολή.
Λίγη αιδώ από τον Άδη;
Καμιά.
Το χώμα του ήθελε λίπασμα
Η άνοιξη λέει.
Η άνοιξη.
Κι η Δήμητρα σφίγγει
την κόρης της στην αγκαλιά
και κλαίει με γέλια.
Για όσο την έχει.
Η άνοιξη λέει.
Η άνοιξη.
Όλο το δίκιο,
με το μέρος της.
Η άνοιξη λέει.
Η άνοιξη.
Σπεύδει στο καλοκαίρι
σαρώνοντας με το δρεπάνι της
τους αλαφρούς,
εκείνους που ο ίσκιος τους δεν πέφτει στη γη
και φτάνει η αντηλιά στον Άδη.
photo: scalidi |