Φλου (flu) - Η γρίπη των φλου

Κάποτε εμφανίζονται κάτι-κάποιοι φλου μπροστά μας, μάς κόβουν τη μισή θέα, πείθοντάς μας ότι αποτελούν ολόκληρο το δάσος. Κάποτε. Και αγωνιζόμαστε από τόσο κοντά να τους εξετάσουμε, λες και γίναμε πρεσβύωπες πριν την ώρα μας. Μας ρουφάνε το οπτικό μας πεδίο και μας πείθουν με το μισό προσωπείο που μας εμφανίζουν και φυσικά εμείς διψάμε να το πιστέψουμε, ότι εμείς δεν είμαστε για παραπέρα. Ότι το κοντόφθαλμο και λίγο και μισό μας αξίζει.
Επειδή, όμως, το γονίδιο του μύωπα ζει στην ψυχή μας, από συνήθεια, από περιέργεια, γιατί έτσι μπορούμε, βρε αδερφέ, να δούμε τελικά τον κόσμο, βγάζουμε τα γυαλάκια μας, πλησιάζουμε  για να ψηλαφίσουμε αυτά τα καταραμένα τα φλου, μισοκλείνοντας τα ματάκια μας, και τι να δούμε; (Ναι, βρε, ακόμα βλέπουμε, έστω και με την παραγνωρισμένη μας αφή). Δεν υπάρχουν πια. Κενό. Άπλα. Δρόμος. Μονοπάτι. Λεωφόρος. Αεροδρόμιο για απογείωση. Θάλασσα ανοιχτή για πλεύση.
Τρίβουμε τα μάτια μας με τις γροθιές μας και προσπαθούμε να πιστέψουμε το θαύμα. Το θαύμα της απομάγευσης. Φοράμε τα καθαρά μας γυαλιά ή έστω τους φρέσκους και λαμπερούς φακούς επαφής μας και ναι, μπορούμε πια να δούμε ολόκληρη την εικόνα. Ακόμη κι αν το δάσος είναι πιο μακριά μας. Ακόμη κι αν έχουμε να διασχίσουμε ένα χλοερό και δροσερό και ανοιξιάτικο λιβάδι, έτσι για να ξελαμπικάρουμε πριν ξαναμπούμε στα σκοτάδια του δάσους. Στα ανακουφιστικά του ξέφωτα και στους βαρείς του ίσκιους.
Το δάσος θα μας περιμένει, αλλά ας μπούμε σ' αυτό γνωρίζοντας ότι περάσαμε τη γρίπη των φλου που δεν μας άφησε και ακροαστικά, απλώς μια υγρασία παραπάνω στα μάτια λόγω πεπαλαιωμένου πυρετού. Είναι το φυσικό μας εμβόλιο για παρακάτω. Άμα δεν μπολιαστούμε με το φλου, πώς θα αναγνωρίσουμε το ξεκάθαρο, με τις αδρές του γραμμές και τις πάμπολλές του λεπτομέρειες;