Ψυχοσάββατο
Με έβαλε να γράψω σε χαρτί τους παπούδες, τους πεθαμένους θείους και θείες. Κι έναν σταυρό πάνω πάνω, να +. Να που κάπου χρησιμεύει η γραφή μου. Να διαβαστούν τα ονόματά τους στην εκκλησία. Να γράφεις πια το ίδιο σου το όνομα. Μόνο που αντιστοιχεί στη γιαγιά. Και ο τάφος του παππού με το όνομά του ανορθόγραφο στην πλάκα. Άμα ήμουν στη θέση του, θα γύρναγα πίσω να το διορθώσω. Της λέω, τι θα τους πας; Τι να τους πάω; και στάζει λεπτή γραμμή μια ειρωνεία στην άκρη των χειλιών της.
Η γιαγιά με είχε μάθει να παίρνουμε καθε σάββατο απόγευμα σβάρνα το νεκροταφείο. Και δη στα ψυχοσάββατα. Πότε βγαίνουν οι ψυχές πότε μπαίνουν λέει πίσω, γυρνάνε στη θέση τους. Ψυχές είναι, ό,τι θέλουν κάνουν. Τώρα, λέει, θα μπουν. Πού; Στην πλάκα;
Η αγαπημένη μου βόλτα ως παιδάκι, λοιπόν, ήταν το νεκροταφείο. Τόση καθαριότητα δεν βρίσκεις ούτε στον παράδεισο. Στα σίγουρα. Φόραγα τα καλά μου, θυμάμαι ένα φουστάνι με τιράντες και πεταλούδες που στριφογύριζα κι ένιωθα σπανιόλα, έπαιρνα τη γιαγιά από το ζαρωμένο της χέρι και πηγαίναμε. Λιβανίζαμε τους τάφους, τρώγαμε νόστιμα μυρωδάτα κόλλυβα -μόνο από τα δικά μου θα τρως έλεγε, τα άλλα μπορεί να είναι ξινισμένα- που τα τοίμαζε μια βδομάδα, με πλύσιμο και άπλωμα σε λευκές καθαρές πετσέτες για τις σταφίδες. Με ρόδια, αχ, τα ρόδια, αυτά διάλεγα στο στάρι και μαϊντανό και κόλιαντρο που κόλλαγε στα δόντια και μύγδαλα και καρύδια. Λιχούδικο παιδί, μια φορά είχα κόψει γιατί το νόμιζα ψωμάκι σκέτο, την τραγανή γωνία από το πρόσφορο και έπαθε κρίση, ακόμα το θυμάμαι. Και πήγαινα στο νεκροταφείο και γύρναγα στος τάφους και διάβαζα δυνατά ονόματα και ημερομηνίες. Και κείνη, άμα είμαστε μόνες μας μου έλεγε την ιστορία του. Άμα. Άμα ήτανε κι άλλες "θείες", με στέλνανε για θελήματα, σύρε να μου φέρεις ένα κερί από μέσα, σύρε να ζητήσεις ένα καρβουνάκι από κει, σύρε, σύρε, σύρε. Πάλι εγώ;
Και το ωραίο μου φουστάνι μου το έπαιρνε ο αέρας. Φυσάει δαιμονισμένα στο νεκροταφείο. Κι έχει και την ωραιότερη δύση του ήλιου. Μια τέτοια ξεπροβοδίσαμε τον παππού, με την καλύτερη θέα. Εκείνη έφυγε σε μια ιλαροτραγωδία. Μετά. Αυτό θα πει να ξέρεις να φεύγεις από τα πράγματα και τους ανθρώπους. Την ώρα που πρέπει. Κι εκείνος ήξερε.
Στα χείλη μου η γεύση από το ψωμάκι με γλυκάνισο της κυρα-Βαγγελιώς για να θυμηθούμε και να συγχωρέσουμε. Ψυχοσάββατο αύριο. Θα φύγουν, λέει, πάλι. Μωρέ, φεύγουν και ποτέ;
Η γιαγιά με είχε μάθει να παίρνουμε καθε σάββατο απόγευμα σβάρνα το νεκροταφείο. Και δη στα ψυχοσάββατα. Πότε βγαίνουν οι ψυχές πότε μπαίνουν λέει πίσω, γυρνάνε στη θέση τους. Ψυχές είναι, ό,τι θέλουν κάνουν. Τώρα, λέει, θα μπουν. Πού; Στην πλάκα;
Η αγαπημένη μου βόλτα ως παιδάκι, λοιπόν, ήταν το νεκροταφείο. Τόση καθαριότητα δεν βρίσκεις ούτε στον παράδεισο. Στα σίγουρα. Φόραγα τα καλά μου, θυμάμαι ένα φουστάνι με τιράντες και πεταλούδες που στριφογύριζα κι ένιωθα σπανιόλα, έπαιρνα τη γιαγιά από το ζαρωμένο της χέρι και πηγαίναμε. Λιβανίζαμε τους τάφους, τρώγαμε νόστιμα μυρωδάτα κόλλυβα -μόνο από τα δικά μου θα τρως έλεγε, τα άλλα μπορεί να είναι ξινισμένα- που τα τοίμαζε μια βδομάδα, με πλύσιμο και άπλωμα σε λευκές καθαρές πετσέτες για τις σταφίδες. Με ρόδια, αχ, τα ρόδια, αυτά διάλεγα στο στάρι και μαϊντανό και κόλιαντρο που κόλλαγε στα δόντια και μύγδαλα και καρύδια. Λιχούδικο παιδί, μια φορά είχα κόψει γιατί το νόμιζα ψωμάκι σκέτο, την τραγανή γωνία από το πρόσφορο και έπαθε κρίση, ακόμα το θυμάμαι. Και πήγαινα στο νεκροταφείο και γύρναγα στος τάφους και διάβαζα δυνατά ονόματα και ημερομηνίες. Και κείνη, άμα είμαστε μόνες μας μου έλεγε την ιστορία του. Άμα. Άμα ήτανε κι άλλες "θείες", με στέλνανε για θελήματα, σύρε να μου φέρεις ένα κερί από μέσα, σύρε να ζητήσεις ένα καρβουνάκι από κει, σύρε, σύρε, σύρε. Πάλι εγώ;
Και το ωραίο μου φουστάνι μου το έπαιρνε ο αέρας. Φυσάει δαιμονισμένα στο νεκροταφείο. Κι έχει και την ωραιότερη δύση του ήλιου. Μια τέτοια ξεπροβοδίσαμε τον παππού, με την καλύτερη θέα. Εκείνη έφυγε σε μια ιλαροτραγωδία. Μετά. Αυτό θα πει να ξέρεις να φεύγεις από τα πράγματα και τους ανθρώπους. Την ώρα που πρέπει. Κι εκείνος ήξερε.
Στα χείλη μου η γεύση από το ψωμάκι με γλυκάνισο της κυρα-Βαγγελιώς για να θυμηθούμε και να συγχωρέσουμε. Ψυχοσάββατο αύριο. Θα φύγουν, λέει, πάλι. Μωρέ, φεύγουν και ποτέ;