Ο Αχέροντας του αίματος

Στον Θανάση Τριαρίδη

Δεν σε περνάει απέναντι πια ο Ερμής.
Δεν σε περνάει απέναντι με νόμισμα ο Χάροντας στα δόντια ή στην τσέπη. 
Δεν σε περνάει.
Ποτάμια αίματος σε πάνε στο σκοτάδι.
Ποτάμια.
Από φωτιά.
Που σιγοκαίει.
Γιατί;
Και φουντώνει
με μια βόμβα στα Πατήσια εδώ,
με δυο μπουκάλια στη Σταδίου εκεί.
Κι ο Αχέροντας δεν έχει τελειωμό.
Δεν είναι πράσινες οι όχθες που αφήνεις, 
είναι μαύρες άβυσσοι
με στάχτη 
που κάθεται στα πλεμόνια
και σε πνίγει.
Το αίμα σου σκορπισμένο
στα τσιμέντα
γίνεται άνθη που αφήνουν οι μουγγοί.
Και μυρίζουν καμένη σάρκα.
Τους πήρε τη μιλιά
η φωτιά.
Κι ο Αχέροντας του αίματος
ρέει.
Και παίρνουν την άμμο του
και χτίζουν πλίθινα οχυρά
για να σωριαστούν
και να πλακώσουν κι άλλους.
Κάτω από το αίμα.
Πέρα από το αίμα.
Τι υπάρχει εκεί;
Πέρα από την καρδιά που στάζει στάχτη
τι είναι;
Ποιος μικρός και ποιος μεγάλος;
Ποιος άνθρωπος και ποιος θεός;
Κάτω από το αίμα.
Κι ο Αχέροντας κυλάει.

Δεν σε περνάει απέναντι πια ο Ερμής.
Δεν σε περνάει απέναντι με νόμισμα ο Χάροντας στα δόντια ή στην τσέπη. 
Δεν σε περνάει.
Ποτάμια αίματος σε πάνε στο σκοτάδι.