Κύκλος
από τον Θανάση Τριαρίδη:
Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο
Η ελληνόγλωσση πεζογραφική αφήγηση στον 19o και στον 20ό αιώνα:
ο προγραμματικός αναχρονισμός και οι φυγόκεντρες αποκλίσεις
Πιο συγκεκριμένα: Ο ελληνικός ποιητικός λόγος τούς δύο τελευταίους αιώνες, πέρα από τους προφανείς εθνοκεντρικούς αναχρονισμούς, είχε να επιδείξει έναν τουλάχιστον πρωτότυπα νεωτερικό (σε παγκόσμιο επίπεδο) ποιητή (Καβάφης), έναν (το ολιγότερο) update ρομαντικό (Σολωμός), έναν ιδιότυπο όσο και μοναδικό επίγονο του σπληνικού μηδενισμού (Καρυωτάκης) και τουλάχιστον τέσσερις μείζονες ποιητές που μπόρεσαν να παρακολουθήσουν έγκαιρα και εξαιρετικά γόνιμα τις ποιητικές πρωτοπορίες (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Ελύτης). Το αποτέλεσμα είναι πως το ελληνόγλωσσο ποιητικό σώμα των τελευταίων δύο αιώνων, παρά το ότι σαφώς χειραγωγήθηκε προς τη δημιουργία «εθνικού ποιήματος», «εθνικής ποίησης» και «ελληνικής ποίησης», κατάφερε να δώσει υψηλότατα δείγματα γραφής, ιδίως όταν επέλεξε τις προσωπικές ιστορίες έναντι της καθολικής ιστορίας και τα μεικτά ήδη έναντι της φορμαλιστικής νομιμότητας.
Αντίθετα, ο ελληνικός πεζός λόγος βρέθηκε εξαρχής εγκλωβισμένος σε έναν προγραμματικό ηθογραφικό αναχρονισμό – και, σε αντίθεση με τον ποιητικό λόγο, δεν υπήρξε ένας πραγματικά μείζων νεωτερικός πεζογράφος που να μπορέσει να αλλάξει την κατεύθυνση, ή να καταθέσει με το έργο του μια βιώσιμη αντιπρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνόγλωσση αφήγηση να μη μπορεί καν να ανεχτεί τις (έτσι κι αλλιώς επισφαλείς) απόπειρες αφηγηματικής πρωτοπορίας. Όπως κάθε θρησκόληπτη, φοβική και βαθιά συντηρητική κοινωνία, η Ελλάδα επικέντρωσε την πεζογραφική της παραγωγή στην ηθογραφία, γυρεύοντας να επιβεβαιώσει την κατασκευασμένη αυτοεικόνα της – και από αυτό το στάδιο δεν ξεκόλλησε ποτέ. Η έλλειψη ουσιαστικής αστικής τάξης (που αναμφίβολα γεννά την ενοποιητική αφήγηση της Δύσης), η ασύνδετη κοινωνία, η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας και η υποκατάστασή της από τη θρησκευτική παρα-λογική, η επί αιώνες και δεκαετίες (ή και μέχρι σήμερα) θλιβερή έλλειψη σοβαρών μεταφράσεων μεγάλων αφηγηματικών έργων της δυτικής γραμματείας (ενδεικτικά: Αυγουστίνος, Δάντης, Βοκάκιος, Ραμπελέ, Αρετίνος, Θερβάντες, Σαντ, Πόε, Προυστ, Τζόις), μπορούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα ετούτου του αναχρονισμού, όχι όμως και να τον δικαιολογήσουν – πόσο μάλλον να τον δικαιώσουν…
Αυτός ο προγραμματικός αναχρονισμός, συνδυασμένος με τον κυρίαρχο εθνικισμό, με τις στρεβλώσεις και τα τέρατα που αυτός γεννά, εγκλώβισαν την ελληνική πεζογραφία στην αυτιστική αγωνία της ανατροφοδοτούμενης αυτοκατάφασης και της αυτοεκπληρούμενης «ελληνικότητας». Είναι χαρακτηριστικό πως η Γενιά τού ’30, προσπαθώντας να δει το παρελθόν του νεοελληνικού πεζού λόγου, δε θέλησε να βάλει στην αφετηρία του την από κάθε άποψη νεωτερική Γυναίκα της Ζάκυθος, αλλά επέλεξε ως προγραμματική αφετηρία την αφόρητη και φτηνής ποιότητας ηθικολογία των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.
Ο κάθε αναχρονισμός γεννά έναν επόμενο, ακόμη πιο θεριεμένο, που θα επιβεβαιώσει τον προηγούμενο και θα δικαιώσει τις παρωπίδες όσων προσφεύγουν σε αυτόν. Στη νεοελληνική πεζογραφία κυριάρχησε, περίπου ως απαράβατος Κανόνας, η ηθογραφία της αυτοκατάφασης, εξοβελίζοντας από την ελληνόγλωσση λογοτεχνική παραγωγή κάθε μορφή ριζικής φαντασίας. Για την ελληνική λογοτεχνία, δικαιωμένη αφήγηση λογαριάζονταν (και λογαριάζεται ακόμη) ό,τι επιβεβαιώνει την αυτοκατάφαση του αναγνώστη, ό,τι τον νανουρίζει, και επ’ ουδενί αυτό που μπορεί να τον ταράξει και να του χαλάσει τον ύπνο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως, τον ίδιο καιρό που ο Κάφκα γράφει τη Μεταμόρφωση και τη Δίκη, στην Ελλάδα πεζογραφική πρωτοπορία είναι ο Πατούχας και το Όταν Ήμουν Δάσκαλος (θα μπορούσε να ήταν απλώς κωμικό, αν δεν ήταν πρωτίστως απελπιστικό). Αυτός είναι και ο λόγος που είδη τα οποία ανθούν εδώ και αιώνες στη λογοτεχνία της Δύσης όπως η πορνογραφία, η λογοτεχνία του τρόμου, η λογοτεχνία του φανταστικού, η επιστημονική φαντασία είναι περίπου ανύπαρκτα (ή και υπό διωγμόν) από τους κυρίαρχους κανόνες της υπερσυντηρητικής («αστικής» και «αριστερής») κριτικής.
Έτσι, η υστέρηση (συνδυασμένη συνήθως με τον στείρο και κακοχωνεμένο μιμητισμό) έγινε ο μόνιμος κανόνας του επίσημου Κανόνα της ελληνικής αφήγησης. Ενδεικτικά παραδείγματα: η αστική ηθογραφία του Μπαλζάκ περνάει (όπως και όσο) στην ελληνική πεζογραφία με καθυστέρηση ενός (!) αιώνα, ο νατουραλισμός του Ζολά καταγράφεται μετά από πενήντα χρόνια, ενώ ο μποβαρισμός του Φλομπέρ θα χρειαστεί εβδομήντα (και μόνο για όσο διαπερνά τα πρώτα μυθιστορήματα του Καραγάτση). Την ίδια ώρα ο Πόε θεωρείται παρακμιακός, το ίδιο και ο Ουάιλντ, ο Ντοστογιέφσκι ζωογονεί κάποιες από τις πιο σκοτεινές πτυχές του Παπαδιαμάντη και μετά πέφτει στο κενό (όπως στο κενό έπεσαν και αντίστοιχες παπαδιαμαντικές εξάρσεις, σκεπασμένες από την κοπριά της ηθογραφίας και την αποκρουστική αγιοποίηση), ο Ανατόλ Φραντς, ο Αντρέ Ζιντ, ο Τόμας Μαν είναι ανύπαρκτοι, ο Προυστ παραμένει αδιάβαστος μέχρι τις μέρες μας, και ο Τζόυς φτάνει (όσο φτάνει) στην ελληνόγλωσση αφήγηση με καθυστέρηση σαράντα χρόνων (και μόνο χάρη στην ιδιοφυΐα του Ν. Γ. Πεντζίκη). Κάτι από τον Κάφκα διαβάζουμε μόλις τέσσερις δεκαετίες μετά τον Κάφκα, στις πεζογραφικές δοκιμές του Ε.Χ. Γονατά και του Καχτίτση – για να θεωρηθούν κι αυτές ουσιαστικά «περιθωριακές» και να βρουν συνεχιστές ανάμεσα στους ομοτέχνους τους μόλις στο τέλος του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου…
Στον κύκλο σεμιναρίων θα προσπαθήσουμε να δούμε την ελληνική αφήγηση από το 1850 μέχρι το 1975 εγκλωβισμένη στο τέλμα του προγραμματικού ηθογραφικού αναχρονισμού. Συνάμα θα επιχειρήσουμε να δούμε τις (συνήθως) ασυναίσθητες και (σχεδόν πάντοτε) τυφλές αφηγηματικές αποκλίσεις της περιόδου αυτής ως σπασμούς νεωτερικής έκφρασης μέσα στον κυρίαρχο αισθητικό και ιδεολογικό Κανόνα. Έτσι, εκφάνσεις (προσοχή στη λέξη: εκφάνσεις και όχι το σύνολο) του έργου του Ροΐδη, του Βιζυηνού, του Μητσάκη, του Παπαδιαμάντη, του Θεοτόκη, του Μυριβήλη, του Καραγάτση, του Δούκα, του Βουτυρά, του Εμπειρίκου, του Πολίτη, του Τσίρκα, του Πεντζίκη, του Μπεράτη, του Φραγκιά, του Καχτίτση, του Γονατά, του Χειμωνά, του Χατζή, του Ταχτσή, του Βασιλικού, του Ιωάννου, του Μπακόλα, του Χάκκα, του Αλεξάνδρου και άλλων θα επισημανθούν ως απόπειρες διαφυγής ή παροχέτευσης – ενδεχομένως και ως βάσιμη ελπίδα.
Έτσι ο συγκεκριμένος κύκλος σεμιναρίων μπορεί να παραλληλιστεί με την περιγραφή (: την ιστορία) ενός βάλτου – αλλά και με το κυνήγι ενός θησαυρού μέσα σε αυτόν.