Φελίσα
Φοράω τα “Χουίς Βουητόν” μου. Σε καπελάκι και τσαντάκι μέσης. Παπούτσια αθλητικά μαϊμούδες “Λάικι”. Μπλουζάκι “Βγενετόν” και παντελόνι τζιν “Βρωμάτσε”. Πουλάω τσάντες “Pendi” και “Cucci”. Για την κουτσή Μαρία, κατά πως λένε εδώ στο Ελλάντα. “Beautiful Maria of my soul”, παίζει ο διπλανός μου με την κιθάρα και τη γαϊδουρινή φωνή. Δεν θα βγάλει σιντί ποτέ, μόνο δίσκο βγάζει κάθε μέρα στους κακόμοιρους τους περαστικούς που τον ακούνε και του ρίχνουνε ψιλά για να σωπάσει.
Είμαι ψηλός, λιγνός, με κατσαρά χειλάκια –όπως άκουσα ένα κοριτσάκι να λέει στη μαμά του για μένα στο δρόμο-, σγουρά μαλλιά πολύ κοντά κομμένα, δυο μάτια φεγγάρια, γεμάτες σκούρες χάντρες με λίγο ασπράδι στην άκρη που το φοβούνται γύρω μου οι λευκοί τη νύχτα, μαζί με τα ολόασπρα δόντια μου. Γι’ αυτό δεν χαμογελάω τα βράδια. Όχι μόνο γι’ αυτό. Είμαι μαυρούλης, ντε, όπως οι άλλοι δεν είναι, αν και τα καλοκαίρια ξεροψήνονται στον ήλιο για να μου μοιάσουν. Είμαι σπανιότητα εδώ, όπως είναι σπανιότητα οι άλλοι στη χώρα μου. Είμαι γρήγορος και δυνατός, να κουβαλάω το πανί με τις τσάντες μου που το κάνω τσουβάλι. Και τρέχω.
Λες κι εγώ δεν φοβάμαι απ’ αυτούς που είναι τόσο άσπροι από την κορφή μέχρι τα νύχια. Κάποιοι από κείνους κάποτε με κυνηγάνε. Πολιτσία. Και παίρνω τον μπόγο στην πλάτη. Και τρέχω. Μέχρι να φύγουνε. Στήνω την πραμάτεια μου στο δρόμο, κι αυτοί πάλι περνάνε, αγοράζουν, κοιτάνε, πληρώνουν, δεν πληρώνουν καμιά φορά και τρέχω. Εγώ, όχι αυτοί. Όποτε παζαρεύω τις τσάντες με τα κορίτσια, τους γελάω με τα μάτια μου, σουφρώνω τα τεράστια χείλη μου με νάζι, κι εκείνες όλο θέλουν να αγοράζουν. Πεεέντε ευρώ! Δεέκα ευρώ! Πααάρε πααάρε πάααρε!
Είμαι αδύνατος από φυσικού μου, αλλά δεν τρώω και πολύ για να μου μένουνε λεφτά και να μένω μόνος μου. Κοιμάμαι σ' ένα μονό τριμμένο στρώμα στο πάτωμα. Έχω ένα γκάζι και μαγειρεύω τα φαγητά απ' την πατρίδα μου. Ένα παλιό μικρό ψυγείο και μια ξεχαρβαλωμένη τηλεόραση. Ακόμα δεν έχω δορυφορικό πιάτο. Το κορίτσι, η Φελίσα, από το απέναντι δεύτερο υπόγειο, τον τελευταίο καιρό όλο με κοιτάει, με χαιρετάει και κάτι βράδια που γυρίζω κουρασμένος, με περιμένει να μου δώσει ένα πιάτο φαΐ. Μπιζέλια. Τ’ αγαπημένα της. Γίνανε και δικά μου. Κοκκινιστά. Με φρέσκια ντομάτα και καρότα. Και κρεμμύδι και μύρισμα. Και πιπέρι μπόλικο. Όποτε έχει φαΐ. Κι εκείνη κοιμάται στο πάτωμα: πολλά χαλιά μαζί από κείνα που πουλάει σε λαϊκές, σε δρόμους και πανηγύρια φτιάχνουν ένα κρεβάτι.
Γι’ αντάλλαγμα έχω ονειρευτεί να της χαρίσω ένα στρώμα. Ολόδικό της. Τότε θα της ζητήσω να το μοιραστούμε. Τότε. Με αγωνία ψάχνω με το βλέμμα μου τους δρόμους, μπας και το δω. Το δικό μας στρώμα. Από τα σκουπίδια. Ένα διπλό. Κάπως καινούριο το θέλω. Αλλά μην έχω απαιτήσεις. Μόνο κατουρημένο να μην είναι από πεθαμένες πια γιαγιάδες που αδειάζουνε τα σπίτια τους και τα πετάνε. Και μυρίζουνε γεροντίλα και θάνατο. Ας είναι από κανένα ζευγάρι που χώρισε, ξαφνικά, γιατί κάποιος απάτησε τον άλλον, κι ο άλλος θέλεις να βάλει φωτιά στο στρώμα και το πετάει έξω στον ντενεκέ, τελικά, με αηδία. Και την ώρα που το αφήνει απάνω στο πεζοδρόμιο, πριν λερωθεί, τρέχω εγώ που περνάω τυχαία, ο Φατίχ, ο μόνος που το βλέπει και το ποθεί τόσο και το προλαβαίνω. Τηλεφωνάω στον Ακίν το φίλο μου από την πατρίδα, να βγει έξω να με βοηθήσει και το κουβαλάμε μαζί στην γκαρσονιέρα μου. Και γελάμε γουργουριστά όσο τραβάμε να το κατεβάσουμε στο υπόγειο. Γελάμε.
Kαι τότε, μόλις το διπλό στρώμα γίνει δικό μου και νιώθω πρίγκιπας απ’ τη χαρά μου, θα φωνάξω την αγαπημένη μου, θα της κλείσω τα μάτια με την παλάμη πριν μπούμε στο δωμάτιό μου για να της κάνω έκπληξη και θα ξαπλώσουμε μαζί για πάντα. Εκείνη θα μου μαγειρεύει μπιζέλια και θα είναι η πριγκίπισσά μου. Αργότερα, θα βρούμε κι ένα στρώμα μικρό απ’ τα σκουπίδια να ξαπλώνει το παιδί μας. Αχ, το καλύτερό μου όνειρο σημαίνει στρώματα. Αυτά επιθυμώ. Γι’ αυτά αντέχω ακόμα. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι να βρίσκω τα καινούρια στρώματα, πεταρίζει η ψυχή μου από χαρά, γιατί θα είμαι πια ο πρίγκιπας των μπιζελιών. Κάτι βράδια, με κρύο που σέρνω τα βήματά μου στο δρόμο και η ανάσα μου είναι ένα ζεστό σύννεφο που προχωράει μπροστά μου, σκέφτομαι ότι το στρώμα της Φελίσα, εκείνο που υπόσχομαι να βρω, είναι φτιαγμένο απ’ τα μπιζέλια που μου φέρνει. Οι τσέπες μου είναι γεμάτες μπιζέλια. Η καρδιά μου είναι γεμάτη μπιζέλια. Μόνο μη μου σκορπίσουνε και φύγουν και χαθούν ή τα πατήσω και τα λιώσω ή μη γλιστρήσουμε και πέσουμε κάτω, προτού προλάβω να βρω το στρώμα, Φελίσα.
Όλοι λένε ότι άμα δεν έχουν φαΐ και νερό, πεθαίνουν. Εγώ λέω ότι πρέπει να έχεις πάντα ένα στρώμα, έστω για να πεθάνεις πάνω του. Κάπου να αναπαύεσαι, όταν γυρίζεις όλη μέρα στους δρόμους. Κάπου να ακουμπάς το κορμί σου. Έστω πάνω σε μπιζέλια, άμα αυτά είναι η Φελίσα, ευτυχία σου.
*****Η παραπάνω ιστορία δημοσιεύτηκε με τον τίτλο "Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι" στο τεύχος 5-Χειμώνας 2010 της τριμηνιαίας περιοδικής έκδοσης "Μητροπολιτικές Ιστορίες" που κυκλοφορεί ελεύθερη στην πόλη. Η θεματική του τεύχους ήταν ένα κλασικό παραμύθι διασκευασμένο και μεταφερμένο στη σύγχρονη αθηναϊκή πραγματικότητα.