Στο δρόμο
Τη συναντάω. Συχνά. Στο δρόμο. Κάπου εκεί στη μέση ηλικία. Με παιγνιώδη διάθεση. Από κείνη που σε τρομάζει, γιατί σε βγάζει από τα καθιερωμένα σου. Κάποτε μεθυσμένη από τον εσωτερικό της ρυθμό. Κοιτά τους διαβάτες. Με χλεύη. Ζητάει τσιγάρο καμιά φορά. Είχα ντραπεί που δεν είχα, εκείνη τη μόνη φορά που με είχε σταματήσει. Πυκνά γκρίζα και λευκά μαλλιά. Σέρνει κοντά της αντικείμενα που για τους παρατηρητές της δεν έχουν νόημα. Για κείνη έχουν. Εκείνη ξέρει.
Στ' αλήθεια, αυτή είναι παρατηρητής των άλλων. Τους κοιτάει και δεν τους κοιτάει. Κάτι φορές μέσα μέσα στα μάτια. Και φοβάσαι, αγριεύεις. Μην αγριέψει εκείνη με την αδιαφορία σου. Κάτι φορές τραγουδάει. Χθες έτρωγε κατεψυγμένες πατάτες -που δεν είναι πατάτες- ωμές από ένα σακουλάκι. Εκεί έξω από το τρένο. Που περνάνε όλοι. Σε μετράει κάθε μέρα. Εκείνη μετράει τον κόσμο. Τη βαρύτητα και την ελαφρότητά του. Την αδιαφορία του. Την "ου μπλέξεις" εντολή που σου παραδίδουν οι άγραφοι νόμοι επιβίωσης της πόλης.