Η ψυχεδελική νοσηρότητα της πραγματικότητας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο, 24/10/2009)

«…Κλείνει τα μάτια και επιχειρεί αρκετά επιτυχημένα να κάνει άνω κάτω τη μνήμη του και ν’ ανασύρει εικόνες της. Ελπίζει πως κατ’ αυτό τον τρόπο θα την εμποδίσει να εξαφανιστεί εντελώς. Βαθιά μέσα του επιθυμεί να την ξαναζωντανέψει. Θυμάται που πήγαινε να τον πάρει απ’ το σχολείο φορώντας ροζ βελουτέ φόρμα, η ομορφότερη απ’ όλες τις μαμάδες, θυμάται που του φρόντιζε τη ματωμένη μύτη μουρμουρίζοντάς του ένα σωρό παρηγορητικά λόγια και παλιότερα νομίζει ότι τη θυμάται να τον χειροκροτεί ενώ εκείνος έκανε ποδήλατο χωρίς χέρια. Θυμάται που του πήρε δώρο την εγκυκλοπαίδεια για τον μοναδικό λόγο ότι «τον αγαπούσε τρελά» και από ακόμα πιο παλιά έχει μια απόμακρη, ξεθωριασμένη ανάμνηση ότι μπουσουλά στο πάτωμα της κουζίνας και αρπάζεται από το μακρύ, απαλό της πόδι, νιώθοντας μια αναπάντεχη δύναμη καθώς εκείνη τον έσερνε τριγύρω…»


Ένας πλασιέ που πουλά δυστυχία από πόρτα σε πόρτα.
«Ελπίδα…ξέρεις…ένα όνειρο. Πρέπει να τους πουλήσεις ένα όνειρο». Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου. Ο Μπάνι Μανρό. Πουλά τη δική του δυστυχία (εν είδει καλλυντικών), εκείνη που του κληροδότησε ο πατέρας του και με τη σειρά του την παραδίδει ο ίδιος στο δικό του γιο. Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Nick Cave με τίτλο «Ο θάνατος του Μπάνι Μανρό» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Τόπος, σε μετάφραση του Αντώνη Καλοκύρη.
Μια πυκνή και εφιαλτική αφήγηση. Με ανάσα που κάνει τον ίδιο τον αναγνώστη να λαχανιάζει και την καρδιά του να σφίγγεται. Είναι η φιγούρα του πρωταγωνιστή που συγκεντρώνει πάνω του την αποτυχία με τρόπο προκλητικό. Ένας σεξομανής άντρας που υπνοβατεί ανάμεσα στην τραυματική του παιδική ηλικία και την αθεράπευτα τραυματισμένη –μέχρι θανάτου, δικού του, αλλά και θανάτου των γύρω του- ενήλικη ζωή του. Το γυναικείο φύλο αντιπροσωπεύει για κείνον τη μοναδική επιθυμία, τη μόνη κινητήρια δύναμη που τελικά γίνεται βασανιστική εμμονή και τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ολική καταστροφή.
Το βιβλίο του
Cave θα μπορούσε να είναι ένα μακρόσυρτο μελοποιημένο ποίημα σαν εκείνα του αγαπημένου του Leonard Cohen που έχει διασκευάσει κιόλας ο ίδιος, που αφηγείται τη μαύρη ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε χωρίς αγάπη. Την αρνήθηκε την αγάπη, γιατί ακριβώς δεν (ανα)γνώρισε ποτέ του σχεδόν την αγάπη. Η γυναίκα του, Λίμπι, δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τη διαρκή του απιστία απέναντί της και το εύθραυστος χαρακτήρας της κατρακυλά στην κατάθλιψη. Για να ξεφύγει από τη ζωή με ένα σάλτο προς το σκοτάδι της αυτοχειρίας.
Τότε θα είναι αργά και για τον άντρα της.
«…Όμως ο Μπάνι συνειδητοποιεί πως κάτι έχει αλλάξει στον τόνο της φωνής της, τα τρυφερά βιολοντσέλα έχουν χαθεί και έχει προστεθεί ένα οξύτονο βιολί, παιγμένο από έναν δραπέτη πίθηκο ή κάτι τέτοιο…». Το μεγάλο θύμα ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους που κατασπαράζουν τον εαυτόν τους και σκοτώνει ο ένας τον άλλον, είναι το μικρό τους αγόρι, ο Μπάνι Τζούνιορ. Ένα αγοράκι με πονεμένα μάτια που η πάθησή τού επιτρέπει να διαστρεβλώνει την πραγματικότητα (αν και ο αναγνώστης την αντικρίζει κατάματα και κλείνει με τρόμο, θλίψη και συγκίνηση τα μάτια του μπροστά σ’ αυτό το αξιαγάπητο αγοράκι)· η αγάπη που έχει λάβει από τη μητέρα του είναι καταλυτική και τον κάνει ικανό να περιμαζεύει με τον τρόπο του το διαλυμένο πατέρα του· με τα χεράκια του αρπάζεται από την Εγκυκλοπαίδεια το μόνο μαζί με τις αναμνήσεις που του έχει μείνει από τη μητέρα του και η γνώση γίνεται για κείνον η μόνη διαφυγή από το παρόν, η μόνη συνδετική οδός με το επιλεκτικά όμορφο παρελθόν της πρώτης παιδικής του ηλικίας και φυσικά το μοναδικό του στήριγμα για το μέλλον, εάν αυτό ποτέ προκύψει. «…Ουσιαστικά έτσι έχουν τα πράγματα για τον Μπάνι Τζούνιορ. Αγαπά τον μπαμπά του. Πιστεύει ότι δεν υπάρχει καλύτερος, εξυπνότερος ή ικανότερος μπαμπάς, και στέκεται δίπλα του με μια αίσθηση υπερηφάνειας –είναι ο μπαμπάς μου- κι επίσης, όπως είναι φυσικό, στέκεται δίπλα του γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει…».

Η ασύλληπτη αγάπη του Μπάνι Τζούνιορ για τον κατεστραμμένο πατέρα του που βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ στο ποτό, τις ωμές ορμές του χωρίς σχεδόν ίχνος συναισθήματος, είναι και το μοναδικό σημείο του βιβλίου που βλέπει κανείς να ξεπροβάλλει μια αχτίδα φωτός, αλλά είναι τόσο έντονη και αθώα και καθαρή και σπουδαία που σε τυφλώνει.
«…Ο Μπάνι έγειρε πάνω απ’ την κούνια. Το παιδί τού έδινε την εντύπωση ότι ήταν τρομακτικό παρόν αλλά και χίλια έτη φωτός μακριά, και τα δύο ταυτόχρονα. Το μωρό είχε κάτι που ο ίδιος δεν μπορούσε να χειριστεί, τόσο γεμάτο απ’ την αγάπη της μητέρας του…».
Ο
Cave παγιδεύει τον αναγνώστη του μέσα στην αφήγησή του, χρησιμοποιώντας τα πιο άγρια υλικά. Τόση βαρβαρότητα που χάνει κανείς τις διαστάσεις γύρω του και βλέπει τον κόσμο να στροβιλίζεται ψυχεδελικά στο μυαλό του. «…Για μια φευγαλέα στιγμή συνειδητοποιεί, κατά τρόπο μυστηριώδη, ότι οι αλλόκοτες φαντασιώσεις και επισκέψεις και εμφανίσεις ήταν τα φαντάσματα της ίδιας του της θλίψης και ότι τον είχαν οδηγήσει στην τρέλα…». Οι εξαντλητικά ακριβείς περιγραφές της νοσηρότητας στις οποίες καταφεύγει, δημιουργούν μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα με αποτυχία, θλίψη και έναν ολέθριο κυνισμό για την προσωπική αλήθεια ενός ανθρώπου, όπως είναι ο Μπάνι Μανρό. Ο συγγραφέας νομίζω ότι επιχειρεί και τελικά καταφέρνει να αιχμαλωτίσει το κενό που μπορεί να φωλιάσει στην ψυχή ενός ανθρώπου και ιδίως ενός άνδρα. Ο Cave δεν αφήνει πουθενά καμία υπόνοια. Τα λέει όλα έξω απ’ τα δόντια, χωρίς να διστάζει. Επιτρέπει στον αναγνώστη να δει μια πλευρά του ανδρικού ψυχισμού, σε ακραία κατάσταση και μορφή, πώς είναι δηλαδή κάποιος μακριά από την επήρεια της αγάπης. «…Ουσιαστικά ο μπαμπάς μου με μεγάλωσε μόνος του. Αυτός μου έμαθε όσα ξέρω…».