«Τα μάτια σου δεν είναι δραπέτες»*

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 10/10/2009)

«…Ο πραγματικός κυνικός γελοιοποιεί και υποτιμά τις ανθρώπινες φιλοδοξίες. Παραδείγματος χάρη, δεν είναι κυνικό να μην πιστεύεις στον έρωτα. Απλώς είναι ανόητο. Κυνικό είναι να μην πιστεύεις ότι ο έρωτας φέρνει κάτι καλό, ότι μας κάνει καλύτερους και ούτω καθεξής. Ο κυνικός φοβάται να μην τον γελάσουν. Ο ρομαντικός το ελπίζει και ο φανατικός δεν μπορεί καν να το διανοηθεί…»


Εκείνος είναι ένας μεσήλικας που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν η επί τριάντα χρόνια σύζυγός του πεθαίνει. Το μυστικό που του έκρυβε κατά την κοινή τους ζωή, θα τον καταρρακώσει από τη μία, αλλά από την άλλη θα τον ξαναβάλει στο παιχνίδι της ζωής. Τότε εμφανίζεται εκείνη, μια νεότερη αλλά ώριμη γυναίκα. Θα του σώσει, κυριολεκτικά, τη ζωή δύο φορές και μετά θα αποφασίσουν σιωπηλά οι δυο τους να σώζει εκ περιτροπής ο ένας τον άλλον όποτε χρειάζεται. «…Εκείνος ήθελε να τον κοιτάζουν κι εκείνη ήθελε να κοιτάζει, ταίριαξαν αμέσως…».
Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Θοδωρή Καλλιφατίδη με τον τίτλο «Φίλοι και εραστές» που κυκλοφόρησε φέτος στις χώρας μας από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Μια χορταστική ιστορία σχέσεων και πώς η πορεία μας καθορίζεται τελικά και από τις σχέσεις της ζωής μας. «…Συνήθως δεν είμαστε παρά μόνο ένα μέρος του εαυτού μας. Κάποιες φορές στη ζωή είμαστε ολόκληροι…». Τις ερωτικές και τις φιλικές, ως επί το πλείστον. Πώς οι ερωτικοί μας σύντροφοι, αλλά και οι φίλοι μας είναι ακριβώς αυτό που γυρεύουμε για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε και φυσικά να ανακαλύψουμε τη χαρά και τον πόνο της ζωής. «…χωρίς το θάνατο η ζωή δεν έχει νόημα…». Οι άνθρωποι της ζωής μάς δίνουν τη μεγαλύτερη ευτυχία και απόλαυση και είναι οι ίδιοι που μπορούν να μας πληγώσουν ανεξίτηλα. «…Γιατί οι άνθρωποι κάνουν ένα σωρό τατουάζ, όταν η λύπη και ο χρόνος κάνουν τατουάζ στην ψυχή μας;…».
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, μια εξαιρετική περίπτωση συγγραφέα που άρχισε να εκδίδει το έργο του όχι στη μητρική του γλώσσα πρώτα, αλλά τη δεύτερη, τα Σουηδικά, στο βιβλίο του αυτό παρουσιάζει τη χώρα που ζει από το 1964, με το σύγχρονο κοινωνικό της ψηφιδωτό («…Το παλιό ερώτημα πώς να φτιάξουμε μια δίκαιη κοινωνία, παρέμεινε αναπάντητο, με τη διαφορά ότι κανείς δεν νοιαζόταν πια…»), αλλά και το ειδυλλιακό της γεωγραφικό τοπίο. Πραγματικά, μαγεύει τον αναγνώστη του και αν μη τι άλλο του εξάπτει την περιέργεια γι’ αυτή τη χώρα, αν δεν την έχει γνωρίσει από κοντά. «…Εσείς οι Ευρωπαίοι είσαστε καλοί στις μεγάλες ιδέες, εμείς οι Σκανδιναβοί στις μικρές…».

Ο κεντρικός ήρωας, ο Γκέοργκ, έρχεται αντιμέτωπος με το πένθος του. «…Τα βλέφαρά της έπεσαν σαν γρίλιες πάνω από το τελευταίο βλέμμα της…». Για τη γυναίκα του που χάθηκε, αλλά κυρίως για τη ζωή του που έχει περάσει πια στο παρελθόντα χρόνο. Για να ξαναγυρίσει ο ίδιος στο παρόν θα χρειαστεί να τον ταρακουνήσει ένας νέος έρωτας για να ξυπνήσει από τον ψυχικό του λήθαργο και τη λύπη του. «…Η σημασία του αποχωρισμού δεν είναι να γυρίσεις τη σελίδα του βιβλίου της ζωής, αλλά να την ξαναδιαβάσεις…». Μαζί με τη δική του επιστροφή στη ζωή, βλέπει και το φίλο του το Μίλαν, τον Τσέχο κατατρεγμένο από το παλιό καθεστώς της χώρας του, να γυρίζει στην πατρίδα του και ουσιαστικά να συμφιλιώνεται με τις καινούριες συνθήκες του κόσμου που έχει τόσο αλλάξει. Η φιλία του με το Μίλαν θα στηρίξει τον Γκέοργκ στα δύσκολα. Θα είναι ο στυλοβάτης της καθημερινότητάς του που κατέρρευσε απρόσμενα και πρέπει να την επανεφεύρει και να τη στήσει από την αρχή και φυσικά το συναισθηματικό του αποκούμπι, ο άνθρωπος που μπορεί να τηλεφωνήσει μέσα στη νύχτα και να του πει τον πόνο του («…η πραγματικότητα δεν υπάρχει αν δεν την περιγράψεις…»), παρόλο που στην αρχή θα τον φλομώσει στα ψέματα, γιατί ούτε ο ίδιος έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει τη σκληρή αλήθεια. «…Χωρίς φίλους δεν είσαι μόνος –δεν είσαι καν άνθρωπος, και αυτό είναι ακόμα χειρότερο…».
Το μόνο που τους σώζει, είναι η αγάπη. «…Η πραγματική εξορία είναι να ζεις χωρίς αγάπη…». Ο ένας, ο Μίλαν, έχει να ξεπεράσει τη μοναξιά των παλαιών του δεινών, της εξορίας του και του χειρότερου πλήγματος της ανδρικής του φύσης και ο άλλος, ο Γκέοργκ, έχει να ανακαλύψει το πάθος, την άνευ όρων παράδοση στη ζωή και στην καινούρια γυναίκα απέναντί του. «…Όποιος φοβάται την πυρκαγιά, δε θα έχει ποτέ του μια φωτιά να ζεσταθεί…». Και οι δύο είναι αναγκασμένοι να ξεβολευτούν, να αποδράσουν από τις συμβατικότητες που έχουν χτίσει για τον εαυτόν τους και την καθημερινότητά τους. Το μόνο που έχουν, είναι να κοιτάξουν κατάματα τη ζωή, να την κερδίσουν από την αρχή και να είναι ικανοί πια να δουν ότι «…Ομορφιά και σοφία είναι ό,τι διαρκεί…».
Το θάρρος τους να είναι φίλοι και εραστές, είναι αυτό που θα τους κρατήσει ζωντανούς. Όποιος δεν χρειάζεται να αποστρέφει το βλέμμα του από τον άλλον με την ενοχή του δραπέτη, είναι εκείνος που θα κατακτήσει την ολοκληρωτική χαρά να του δοθεί η ευτυχία, απλώς και μόνον επειδή είχε τα κότσια να τη διεκδικήσει. «…Μπορεί να βρεις την ευτυχία εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό ήταν το νόημα. Πρέπει όμως να τολμήσεις να τη δεχτείς –σακατεμένος ή όχι…».



*Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Φίλοι και εραστές"
, εκδόσεις Γαβριηλίδη