Ήττα (Η)

(Κοιτάζοντας προς τα πάνω, στη φωταψία του Αγίου Ανδρέα. Μεγάλη Τετάρτη. Βράδυ.)



Μεγαλύτερη ήττα απ' αυτή δεν υπήρχε. Ούτε να πεθάνει με την ησυχία του δεν μπορούσε. Ήταν αναγκασμένος να αναστηθεί. Να άνω θρώσκει. Γι' αυτό ανήγαγε την ήττα του σε τέχνη. Να νικιέται κάθε άνοιξη. Από την ίδια του την ψυχή. Που δεν τον άφηνε να πεθάνει. Η ήττα που λέγαμε. Και τον ανάγκαζε να ερωτεύεται από την αρχή το θάνατο που δεν του επετράπη: τη ζωή. Έφταιγε κι αυτή η οργιώδης βλάστηση. Και νεκρό ανάσταινε, πανάθεμά την. Και ερωτευότανε την ίδια την ήττα. Από την αρχή. Και τον έρωτά του τον ερώτα από το σταυρο-δρόμι: δεν θα πεθάνουμε και φέτος; "Θ' αναστηθούμε, δάσκαλε, κάνε υπομονή", ανταπαντούσε εκείνη, η ήττα, καλά δασκαλεμένη.
Το μήλο κυλούσε χαλασμένο, σκουληκιασμένο από την παράδεισο κι έβγαινε όξω. Θήραμα για μηλόξιδο. "...Χολήν άμα και όξος...". Και του σφούγγιζε τα χείλια, η πίκρα που νικήθηκε. Και του πονούσε η λόγχη τ' ανοιχτά πλευρά, τις κακοφορμισμένες πληγές. Σαν την "άλυτη λύση του έαρος". Ο άνθρωπος. Και η θέα του ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Και η θέαση του άνω. Και ζαλίζονταν. Και τα καρφωμένα δάχτυλα σε μολύβια και πληκτρολόγια-πικρολόγια αιμορραγούσαν.
Κι ανθίζανε παπαρούνες απ' τα κόκκινα μελάνια σε λευκά χαρτιά κι ακόμα πιο κενές οθόνες. "Ο ποιητής ένα κενό". Καρπίζανε το καλοκαίρι, χάνονταν και ριζώνανε το χειμώνα και ξανανθίζανε την άνοιξη.