Σχήμα πρωθύστερο
Της διαύγειας προηγείται η καθαριότητα. Του γραφείου. Το ξε-καθάρισμα. Είχε γεμίσει χαρτιά και βιβλία κι αντικείμενα που η θέση τους δεν ήτανε εκεί, ήταν αλλού και βρέθηκαν από σπόντα για λίγο να ατενίζουν και να καταλαμβάνουν τον ορίζοντα του γραφείου.
Τέσσερις ώρες μου πήρε η νέα τακτοποίηση και το πέταμα. Γιατί πετάω πολλά. Τα μαζεύω για λίγο καιρό σαν οχυρά να με κρύβουν με τα σκονισμένα τείχη τους και μετά τους δίνω μία και πάνε στα σκουπίδια. Επί τόπου. Χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους, τους τοποθετώ συχνά λίγο ψηλότερα απ' όπου φτάνουν τα μάτια μου, έτσι για να έχω κάτι να φτάσω κάποτε-με την ελπίδα πάντα να κοιταζόμαστε στα μάτια από το ίδιο ύψος- και μόλις δω ότι από μόνοι τους γουστάρουν να σέρνονται στα πατώματα, θέλουν να γίνουν θρύψαλα, το τραβάει ο οργανισμός τους, τους αφήνω να κυλήσουν από το ραφάκι τους απαλά και να συντριβούν. Κι αδειάζουνε τα ράφια. Σωρηδόν, καμιά φορά. Και μένει πολύς χώρος να έρθουν καινούριοι να κοιταχτούμε απ' την αρχή. Άμα γίνεται, ρε παιδιά, αμέσως στο ίδιο ύψος, γιατί θα πάθω κι αυχενικό, η καψερή, κοιτώντας όλο προς τα πάνω...
Είναι και κάτι άλλοι που όλο το παίζουν αθώα εργατικά μυρμηγκάκια κι ορθώνονται γίγαντες μπροστά μου που με σηκώνουν στα χέρια τους με μια λεξούλα, όταν λυγίζω από κανένα δύσκολο. Και τότε με φέρνουν με την παλάμη τους ψηλά για να δω τa μάτια τους, εγώ μια τόση δα κουκκίδα μπροστά στο ανάστημά τους, το μεγαλειωδώς ανθρώπινο.
Κι άδειασε το γραφείο. Έκανα χώρο. Για έναν ήλιο στις νύχτες του διαβάσματος που γίνεται φεγγάρι πανσέληνο στις μέρες του γραψίματος. Να μην είναι ποτέ ανήλιαγο το γραφείο. Και δεσπόζει το φως του, διακριτικά αλλά με βαρύτητα. Σαν τους ωραίους ανθρώπους που συναντώ και με κερδίζουν. Σαν βραβείο.
Μόνο που λυπάμαι -λίγο χαιρέκακα- για κείνα τ' αγαλματάκια τ' ακούνητα κι αμίλητα που σώρευσα στη λεία επιφάνεια του ψηλού μου ραφιού, τα έκλεισα στην καρδιά μου με προστατευτική πρόθεση μεγάλη, αλλ' αυτά περπάτησαν μέχρι την κόψη του ξύλου κι έπεσαν ξαφνικά από το βάθρο τους. Εγώ μάζεψα τα κομμάτια τους και θέλησα να τα κολλήσω για πάντα στις ρωγμές του βλέμματός μου, όταν δακρύζει, αλλά παλιώσαν τόσο, που δεν μου λένε τίποτα πια. Δεν τα θυμάμαι όσο φιλότιμα κι αν προσπαθώ. Και με το φαράσι της η λήθη τα σαρώνει και τα κρατάει για πάντα στο χαμηλό της κάδο. Που φτάνω ακόμα να ρίξω καλάθι, τρίποντο απ' το γραφείο που κάθομαι, από τη γωνία, σαν τα τρίποντα της αγωνίας του Σούμποτιτς: εύχεσαι, άμα είσαι το αντίπαλον Δέος, απλώς να μην μπουν...
Τέσσερις ώρες μου πήρε η νέα τακτοποίηση και το πέταμα. Γιατί πετάω πολλά. Τα μαζεύω για λίγο καιρό σαν οχυρά να με κρύβουν με τα σκονισμένα τείχη τους και μετά τους δίνω μία και πάνε στα σκουπίδια. Επί τόπου. Χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους, τους τοποθετώ συχνά λίγο ψηλότερα απ' όπου φτάνουν τα μάτια μου, έτσι για να έχω κάτι να φτάσω κάποτε-με την ελπίδα πάντα να κοιταζόμαστε στα μάτια από το ίδιο ύψος- και μόλις δω ότι από μόνοι τους γουστάρουν να σέρνονται στα πατώματα, θέλουν να γίνουν θρύψαλα, το τραβάει ο οργανισμός τους, τους αφήνω να κυλήσουν από το ραφάκι τους απαλά και να συντριβούν. Κι αδειάζουνε τα ράφια. Σωρηδόν, καμιά φορά. Και μένει πολύς χώρος να έρθουν καινούριοι να κοιταχτούμε απ' την αρχή. Άμα γίνεται, ρε παιδιά, αμέσως στο ίδιο ύψος, γιατί θα πάθω κι αυχενικό, η καψερή, κοιτώντας όλο προς τα πάνω...
Είναι και κάτι άλλοι που όλο το παίζουν αθώα εργατικά μυρμηγκάκια κι ορθώνονται γίγαντες μπροστά μου που με σηκώνουν στα χέρια τους με μια λεξούλα, όταν λυγίζω από κανένα δύσκολο. Και τότε με φέρνουν με την παλάμη τους ψηλά για να δω τa μάτια τους, εγώ μια τόση δα κουκκίδα μπροστά στο ανάστημά τους, το μεγαλειωδώς ανθρώπινο.
Κι άδειασε το γραφείο. Έκανα χώρο. Για έναν ήλιο στις νύχτες του διαβάσματος που γίνεται φεγγάρι πανσέληνο στις μέρες του γραψίματος. Να μην είναι ποτέ ανήλιαγο το γραφείο. Και δεσπόζει το φως του, διακριτικά αλλά με βαρύτητα. Σαν τους ωραίους ανθρώπους που συναντώ και με κερδίζουν. Σαν βραβείο.
Μόνο που λυπάμαι -λίγο χαιρέκακα- για κείνα τ' αγαλματάκια τ' ακούνητα κι αμίλητα που σώρευσα στη λεία επιφάνεια του ψηλού μου ραφιού, τα έκλεισα στην καρδιά μου με προστατευτική πρόθεση μεγάλη, αλλ' αυτά περπάτησαν μέχρι την κόψη του ξύλου κι έπεσαν ξαφνικά από το βάθρο τους. Εγώ μάζεψα τα κομμάτια τους και θέλησα να τα κολλήσω για πάντα στις ρωγμές του βλέμματός μου, όταν δακρύζει, αλλά παλιώσαν τόσο, που δεν μου λένε τίποτα πια. Δεν τα θυμάμαι όσο φιλότιμα κι αν προσπαθώ. Και με το φαράσι της η λήθη τα σαρώνει και τα κρατάει για πάντα στο χαμηλό της κάδο. Που φτάνω ακόμα να ρίξω καλάθι, τρίποντο απ' το γραφείο που κάθομαι, από τη γωνία, σαν τα τρίποντα της αγωνίας του Σούμποτιτς: εύχεσαι, άμα είσαι το αντίπαλον Δέος, απλώς να μην μπουν...