«Η Τέχνη είναι η νίκη των ηττημένων»***

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 21/3/2009)

«…Όσο ήσουν αναισθητοποιημένη απέναντι στην τραγωδία της ζωής σου, ήσουν ικανή να επιβιώσεις. Όταν σου ξαναδόθηκε η διαύγεια, όταν φιλόπονα αποκαταστάθηκε, μπόρεσε να σε τρελάνει. Η αφυπνισμένη σου μνήμη μπόρεσε να σε διασαλεύσει, η ανάμνηση του εξευτελισμού, του απανωτού χειρισμού, των τόσο πολλών σφετερισμών…»


Ένα μυθοπλαστικό πανόραμα που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, άμα υποκύψεις στη γοητεία του. Το «απλό» και ξεκάθαρο ταξίδι της αγάπης και της ομορφιάς μέσα στον κόσμο με την εναγώνια ανάγκη του τελευταίου να αποκτήσει την αφήγησή του (ο κόσμος αυτός), κινείται παράλληλα –κάποτε τέμνεται και άλλοτε απωθείται- με τη βία, τον πόλεμο, την εξουσία, τα γρανάζια της Ιστορίας που με μαθηματική ακρίβεια λαδώνονται με αίμα, σάρκα και ανθρώπινα όνειρα. Είναι το υλικό της ζωής που συντίθεται, αποσυντίθεται κι ανασυντίθεται σ’ αυτό που λέμε ανθρωπότητα, με τα δεσμά και τις προκαταλήψεις της, με τις επαναστάσεις και τις ελευθερίες της. Με τα όνειρά της που την κρατούν ζωντανή, την πεθαίνουν και την ανασυστήνουν.
Αυτό το αχανές υλικό επιλέγει ο Σάλμαν Ρούσντι στο βιβλίο του που κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Ψυχογιός -σε μια ιλιγγιωδώς φορτισμένη μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη που κρατάει τη λογοτεχνική θερμοκρασία του κειμένου στα ελληνικά και ενίοτε την απογειώνει- με τον τίτλο «Η γητεύτρα της Φλωρεντίας». Και το αξιοποιεί στο έπακρο με μια περίτεχνη και δαιδαλώδη αφήγηση ο Ρούσντι. Ξεκινά το παραμύθι του από την αρένα της Δύσης και της Ανατολής, του παλιού κόσμου, από τους πολεμοχαρείς Μογγόλους και τον Τζέγκις Χαν και το παιδομάζωμα των Οθωμανών, και φτάνει μέχρι τον Μποτιτσέλι και την Αφροδίτη του, μέχρι τη Νέα Γη που αναδύθηκε από την αναγεννησιακή σκέψη που πυροδότησε τις μεγάλες ανακαλύψεις και έβαλε φωτιά στα μπατζάκια των θαλασσοπόρων, των περιηγητών και των τυχοδιωκτών που γύρευαν κάτι κι αυτοί να εξουσιάσουν, να τιθασεύσουν σ’ αυτό το αέναο παιχνίδι της διαδοχής της ζωής.
Η Ιστορία είναι γυναίκα και δεν κατακτάται μόνο, παρά κατακτά με τα αδυσώπητα θέλγητρά της: μια αντίστροφη Ιφιγένεια στην Αυλίδα και την Ταυρίδα που γίνεται η μοίρα του ανθρώπου και δεν σκύβει πουθενά το κεφάλι παρά μοναχά στην αγάπη, το όνειρο, το κάλλος, τον έρωτα. Και θυσιάζεται στο ίδιο της το όνομα, διακυβεύοντας αρχικά και τελικά διαφεντεύοντας την ίδια της την ύπαρξη. «…Το παρελθόν ήταν ένα φως που αν το κατεύθυνες κατάλληλα μπορούσε να φωτίσει το παρόν πιο δυνατά από οποιονδήποτε σύγχρονο λύχνο. Το μεγαλείο ήταν σαν την ιερή φλόγα του Ολύμπου, που παραδιδόταν από τον έναν μεγάλο στον άλλο. Ο Αλέξανδρος έπλασε τον εαυτό του με πρότυπο τον Αχιλλέα, ο Καίσαρας ακολούθησε τα βήματα του Αλεξάνδρου και πάει λέγοντας. Η κατανόηση ήταν μια άλλη τέτοια φλόγα. Η γνώση ποτέ δεν γεννιόταν απλώς στο ανθρώπινο μυαλό* πάντοτε αναγεννιόταν. Η μεταβίβαση της σοφίας από τη μιαν εποχή στην άλλη, αυτός ο κύκλος των αναγεννήσεων: να τι ήταν η σοφία. Όλα τ’ άλλα βαρβαρότης…».


Δεν θα αναφερθώ εκτενώς στην πλοκή του βιβλίου. Είναι τόσο καταιγιστική η αφήγηση και το μπλέξιμο των πάντων σ’ αυτό το μεγαλόπνοο θέμα που διάλεξε ο συγγραφέας, που μου ήταν αδύνατον και να την συγκρατήσω. Σε αδρές γραμμές, λοιπόν: ένας ξένος φτάνει στην Ανατολή από τη Δύση στο παλάτι ενός αιμοδιψούς αυτοκράτορα -που ζει με την ψευδαίσθηση της ακλόνητης εξουσίας του και της αγάπης για μια φανταστική γυναίκα- και ζητά να του αφηγηθεί μια ιστορία, παίζοντας το κεφάλι του κορώνα γράμματα ανά πάσα στιγμή. Κι αρχίζει να ξεδιπλώνει το διόλου παραμυθητικό παραμύθι του. Και κλονίζει τις βεβαιότητες του εξουσιαστή δυνάστη, όσο ο ίδιος ανατρέχει στην καταγωγή του από μια χαμένη πριγκίπισσα εκπάγλου καλλονής και ευφυίας.
«…Αλλά τι συνέβαινε, τότε, με τη φωνή εντός του που του ψιθύριζε κάθε πρωί σχετικά με την αρμονία, όχι εκείνες τις πανάκειες των μυστικιστών ότι όλοι-οι-άνθρωποι-είναι-ένα, αλλά τούτη την πιο αλλόκοτη ιδέα; Ότι, δηλαδή, η διαμάχη, η διαφορά, η ανυπακοή, η διαφωνία, η ασέβεια, η εικονοκλασία, η αναίδεια θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι οι πηγές του καλού. Τέτοιες σκέψεις δεν ταιριάζουν σ’ ένα βασιλιά…».
Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ρούσντι μαγεύει τον αναγνώστη του για να τον οδηγήσει μόνο του μετά στην απομάγευση. Του ανοίγει τις πύλες να περάσει, και μέσα από το δίαυλο ενός «μαγικού» ρεαλισμού –όχι με τη λογοτεχνική έννοια που δίνει η κριτική, αλλά κυριολεκτική στην ουσία της- ολόδικού του, τον αναγκάζει να βρει τη θέση του στην πανανθρώπινη αυτή αφήγηση που έχει ανάγκη να ιχνηλατήσει στο μυαλό του (ο αναγνώστης) για να πορευθεί σ’ αυτό το μεταιχμιακό σήμερα της θρυλούμενης παγκοσμιοποίησης. Όποιος διαβάσει την ιστορία που γράφει ο Ρούσντι ως αυτή καθαυτή, θα έχει απολαύσει απλώς την εξωτερική της σαγήνη. Και θα είναι λίγο και άδικο αυτό για το βιβλίο που πάει αρκετά βαθύτερα. Δεν είναι ένα επιδερμικά εξωτικό, ιστορικό ανάγνωσμα. Είναι μια αλληγορία
για την ίδια την ιστορία του ανθρώπου –σε όλες της τις διαστάσεις- και την υπέρτατη ανάγκη του να την αφηγηθεί, άρα και μια αλληγορία για το ίδιο το μυθιστόρημα από έναν τολμηρό, προικισμένο και εμπνευσμένο εκφραστή του. Ταυτόχρονα, είναι «κρυμμένη» εκεί, καλά προφυλαγμένη από τα αδιάκριτα βλέμματα, ενδεδυμένη επισήμως τη λογοτεχνία, και η προσωπική αφήγηση του ίδιου του Σάλμαν Ρούσντι με έναν τρόπο. («…Υπήρχε ένα τέτοιο γυμνό, μοναχικό «εγώ» θαμμένο κάτω από τα κοσμοβριθή «εμείς» της Γης;…»). Το πέρασμά του από την Ανατολή στη Δύση και στη συνέχεια στην Αμερική. Τοποθετεί τον εαυτόν του σ’ αυτήν την πανανθρώπινη αφήγηση κι αυτό έχει αξία. Την ανθρωποκεντρική αξία που χρειάζεται η σημερινή τεχνολογική εποχή («…Όταν η μοναξιά καταργείται, γίνεσαι πιο πολύ ο εαυτός σου, ή πιο λίγο; Το πλήθος ενίσχυε την αίσθηση του εαυτού σου ή άραγε την εξάλειφε;…») που τα έχει όλα –τα δεινά του παρελθόντος και του μέλλοντος, τα κεκτημένα του παρελθόντος κι αυτά που θα κατακτήσει το μέλλον-, αλλά διψά γι’ ανθρωπινότητα, για πνοή, για σημαίνοντα ρόλο σ’ αυτή την ιστορική διαδοχή, κι ας ξέρει τη ματαιότητά της, την καταδίκη της να δώσει τη θέση της στους επερχόμενους. «…Του Αδάμ ήταν κληρονόμος, κι όχι του Μωάμεθ ή των χαλίφηδων, του είπε ο Αμπούλ Φαζλ* η νομιμότητα και η εξουσία του πήγαζαν από την καταγωγή του από τον Πρώτο Άνθρωπο, τον πατέρα όλων των ανθρώπων. Καμία πίστη μόνη της δεν μπορούσε να τον περιέχει και καμία γεωγραφική περιοχή…».


*** Ο τίτλος είναι απόσπασμα από τον πρόλογο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη