«Αγαπάω άρα υπάρχω» και η απόλαυση της αμφιβολίας
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο, 7 Μαρτίου 2009)
"…Αργότερα πίστεψα ότι οι επιτυχίες θα μου έδιναν αυτοπεποίθηση, κι έπειτα, πολλαπλασιάζοντάς τις, είδα την ασημαντότητά τους και επέστρεψα στην αρχική μου αβεβαιότητα. Πίστεψα αυθόρμητα όλες τις υποσχέσεις και όλες τις ομολογίες αγάπης, κι ακόμα και τώρα που μου πέρασε κάπως ο ενθουσιασμός, κατ’ αρχήν τις πιστεύω ακόμα* αλλά οι συνηθισμένες ρήξεις, οι αποτυχίες μου και οι ταλαιπωρίες μου μού έμαθαν επιτέλους να διατηρώ τις αμφιβολίες μου…Το αναδρομικό ναυάγιο όλων των χαμένων μου δυνατοτήτων μ’ έμαθε στον σκεπτικισμό…".
Ακόμη και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος στον κόσμο, όταν έρθει αντιμέτωπος με το ερώτημα προς τον εαυτό του, αν είναι αγαπητός ή μισητός στους άλλους και αν φυσικά τον αφορά αυτό –το αντίθετο όσο και να το ισχυρίζεται κάποιος, ποτέ δεν γίνεται πιστευτός- , νιώθει να περπατάει πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και φυσικά υποκύπτει στον ίλιγγο. Αυτό το υποστηρίζει, διόλου αδικαιολόγητα, ο Jean-Luc Marion, ο επιφανέστερος σήμερα εκπρόσωπος της γαλλικής φαινομενολογικής σχολής και ένας από τους σημαντικότερους γάλλους φιλοσόφους της εποχής μας.
Στο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με τον τίτλο «Το ερωτικό φαινόμενο-Έξι στοχασμοί», από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση και με επίμετρο από το Χρήστο Μαρσέλλο, επιχειρεί να αποκαταστήσει τον έρωτα στη θέση που του αξίζει, σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφική διερώτηση ανά τους αιώνες. «…Η φιλοσοφία δεν αγαπά τον έρωτα, που της θυμίζει την καταγωγή (origine) και την αξίας της, την ανικανότητά της και το διαζύγιό τους. Τον αποσιωπά λοιπόν, όταν δεν τον μισεί ανοιχτά…». Αν και, ας μου επιτραπεί η σαρωτική απλούστευση, ο ίδιος ο έρωτας δεκάρα δεν δίνει για το τι πιστεύουν οι φιλόσοφοι* συνεχίζει να κινεί τις ζωές των ανθρώπων και να αναδεύει τις ψυχές και τα σώματά τους, χωρίς να έχει την παραμικρή ανάγκη από την εξήγηση, την ερμηνεία ή την ανάλυσή του. Άλλωστε αυτή είναι η μαγεία και η έξοχη γοητεία του: το ανερμήνευτον του χαρακτήρος του που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και από στιγμή σε στιγμή, διατηρώντας παράλληλα ανέγγιχτη την ουσία και τη δυναμική του στο πέρασμα του καιρού, προφανώς από καταβολής κόσμου. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι δεν ξέρουμε όλοι τα ίδια πράγματα για το ερωτικό φαινόμενο, αλλά στεκόμαστε απέναντί του με την απόλυτη ισότητα που αντιμετωπίζουμε και τη μοναξιά μας.
Ο Jean-Luc Marion αρχίζει με την παραδοχή ότι «…αγαπώ πριν καν υπάρξω, γιατί δεν είμαι παρά στο μέτρο που έχω την εμπειρία της αγάπης –και μάλιστα ως ενός είδους λογικής…». Με ένα σφριγηλό κείμενο σε δομή και σκέψη –απευθυνόμενος προσωπικά στο κάθε άνθρωπο που ακολουθεί τον ειρμό των λέξεων και των φιλοσοφικών του στοχασμών («…ο αναγνώστης θα πρέπει να βλέπει τα πάντα να εκτυλίσσονται μπροστά του, να μπορεί να επαληθεύσει τα πάντα και, είτε εγκρίνει είτε όχι, να ξέρει γιατί…»)- ο συγγραφέας ερεθίζει πνευματικά τον αναγνώστη του να αναζητήσει κι εκείνος τις ρίζες της αγάπης, της ανάγκης της στη ζωή του ανθρώπου, αλλά και των δυνατοτήτων που διανοίγει αυτή στην ίδια του την ύπαρξη. Και παραδίδει ένα πυκνό σε νοήματα βιβλίο που κατορθώνει να κλονίσει ιερές βεβαιότητες και φυσικά να οικοδομήσει κάποιες άλλες. Είναι στην πρωτοβουλία του αναγνώστη του να αντιδράσει. Η αντίδραση αυτή είναι και το ζητούμενο και φυσικά το κέρδος από την ίδια τη φιλοσοφική σκέψη* η αφύπνιση της αμφιβολίας και ακόμη παραπέρα η ίδια της η απόλαυση για κείνον που αντέχει να αναζητά διαρκώς την κινούμενη άμμο της αμφιβολίας. «…για να φτάσει κανείς στην αλήθεια, (πρέπει) προηγουμένως να την επιθυμήσει, επομένως να την αγαπήσει…».
Προς τιμήν του ο γάλλος διανοητής παραδέχεται ότι «…Την έννοια του έρωτα διακρίνει ακριβώς η ικανότητα να σκέφτεται αυτό που για τη φιλοσοφία είναι τρέλα…». Και τολμά να ασχοληθεί με αυτήν την «τρέλα» ο Marion βάζοντάς μας να αναμετρηθούμε μαζί της στο ευρύτερο πεδίο της ίδιας μας της πνευματικότητας. «…σε κάθε γνώση, το θέμα είναι εντέλει η απόλαυση του εαυτού…». Οι φιλοσοφικοί του στοχασμοί ξεκινούν από τη θεμελιώδη του ιδέα ότι ο έρωτας προηγείται της λογικής και ο άνθρωπος ως αγαπών ζώον είναι ο μόνος από τα άλλα όντα που αγαπά, ενώ σκέφτονται και τα ζώα και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. «…η τεχνική πρόοδος δεν βελτιώνει ούτε τη ζωή μου, ούτε την ικανότητά μου να ζω καλά, ούτε τη γνώση μου για τον εαυτό μου…». Φυσικά ο στοχασμός του κινείται γύρω από τον άξονα της κεντρικής του ιδέας, επεκτεινόμενος διεισδυτικά στο σώμα και τον έρωτα στη φιλοσοφία, το ψεύδος, το μίσος, τη ζήλια, την ερωτική επιθυμία, τον πόθο, την ικανοποίηση, τη φιλία και φτάνοντας τελικά στο Θεό. Δεν διστάζει ωστόσο να δηλώσει το αυτονόητο –αποδεικνύοντάς το και λογικά-την ερωτική τύφλωση της μεταφυσικής. Και την ίδια στιγμή που περνά στην ερωτική αναγωγή της σκέψης αποθεώνει την αμφισβήτηση και τις αντιρρήσεις που αυτή μπορεί να εγείρει. «…Η ματαιότητα απαξιώνει τη βεβαιότητα των αντικειμένων, τα οποία, ασφαλώς, παραμένουν ασφαλή και βέβαια. Αλλά η ασφάλειά τους δεν μου δίνει καμιά ασφάλεια για μένα, δεν μου βεβαιώνει τίποτε. Βεβαιότητα άχρηστη και βέβαιη…».
Η απέραντα θυμικά φορτισμένη «απόφαση» ενός ανθρώπου να ερωτευτεί, τον οδηγεί σε μια κατάσταση ικανή να κατακρημνίσει όλες του τις λογικές και να κλονίσει ανεπανόρθωτα όλα τα πιο ασφαλή και σίγουρα συμφέροντά του. Η γνώση ή αναγνώριση του μάταιου ελλοχεύει διαρκώς στη ζωή του (αφού αυτή η ίδια δεν είναι ούτε βέβαιη ούτε ασφαλής ποτέ) με αποτέλεσμα η κυριαρχία της να υποθάλπει την ερωτική πρόθεση. «…Η ματαιότητα αφαιρεί λοιπόν από κάθε βεβαιότητα την αξία της, είτε πρόκειται για βεβαιότητα που αφορά τον κόσμο, είτε για βεβαιότητα που αφορά εμένα…». Και γυρίζουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: «…δεν φτάνει να είμαι για να μείνω αυτός που είμαι: μου χρειάζεται επίσης, πρώτα και κύρια, να με αγαπούν –μου χρειάζεται το ερωτικό δυνάμει…». Αυτές οι ατελείωτες δυνατότητες που διανοίγονται μπροστά μας όταν προσηλωθούμε στην αγάπη –για μας, για τους άλλους, για την ίδια την επιθυμία, για την απόλαυση της ζωής, για την πραγμάτωση και την απόλαυση του εαυτού μέσα από τη γνώση και την αμφιβολία- είναι που μας δίνουν το ατράνταχτο (τυφλό, μεταφυσικό, παράλογο και άκρως ερωτικό) επιχείρημα ότι μπορεί να συμβεί και το πλέον απίθανο. Και καμιά φορά γίνεται, ερήμην του όποιου σκεπτικισμού ή αγνωστικισμού θέλουμε να προβάλλουμε ή ακόμη κι αν εναποθέτουμε σ’ αυτόν την απελπισμένη ματαίωσή μας. «…Στο φως της ερωτικής αναγωγής, ο εγωισμός ο ίδιος αποδέχεται ότι υπάρχει μια πρωταρχική ετερότητα και άρα καθιστά ενδεχομένως δυνατή, μόνος αυτός, τη δοκιμασία που είναι ο άλλος άνθρωπος…».
"…Αργότερα πίστεψα ότι οι επιτυχίες θα μου έδιναν αυτοπεποίθηση, κι έπειτα, πολλαπλασιάζοντάς τις, είδα την ασημαντότητά τους και επέστρεψα στην αρχική μου αβεβαιότητα. Πίστεψα αυθόρμητα όλες τις υποσχέσεις και όλες τις ομολογίες αγάπης, κι ακόμα και τώρα που μου πέρασε κάπως ο ενθουσιασμός, κατ’ αρχήν τις πιστεύω ακόμα* αλλά οι συνηθισμένες ρήξεις, οι αποτυχίες μου και οι ταλαιπωρίες μου μού έμαθαν επιτέλους να διατηρώ τις αμφιβολίες μου…Το αναδρομικό ναυάγιο όλων των χαμένων μου δυνατοτήτων μ’ έμαθε στον σκεπτικισμό…".
Ακόμη και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος στον κόσμο, όταν έρθει αντιμέτωπος με το ερώτημα προς τον εαυτό του, αν είναι αγαπητός ή μισητός στους άλλους και αν φυσικά τον αφορά αυτό –το αντίθετο όσο και να το ισχυρίζεται κάποιος, ποτέ δεν γίνεται πιστευτός- , νιώθει να περπατάει πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί και φυσικά υποκύπτει στον ίλιγγο. Αυτό το υποστηρίζει, διόλου αδικαιολόγητα, ο Jean-Luc Marion, ο επιφανέστερος σήμερα εκπρόσωπος της γαλλικής φαινομενολογικής σχολής και ένας από τους σημαντικότερους γάλλους φιλοσόφους της εποχής μας.
Στο βιβλίο του που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με τον τίτλο «Το ερωτικό φαινόμενο-Έξι στοχασμοί», από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση και με επίμετρο από το Χρήστο Μαρσέλλο, επιχειρεί να αποκαταστήσει τον έρωτα στη θέση που του αξίζει, σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφική διερώτηση ανά τους αιώνες. «…Η φιλοσοφία δεν αγαπά τον έρωτα, που της θυμίζει την καταγωγή (origine) και την αξίας της, την ανικανότητά της και το διαζύγιό τους. Τον αποσιωπά λοιπόν, όταν δεν τον μισεί ανοιχτά…». Αν και, ας μου επιτραπεί η σαρωτική απλούστευση, ο ίδιος ο έρωτας δεκάρα δεν δίνει για το τι πιστεύουν οι φιλόσοφοι* συνεχίζει να κινεί τις ζωές των ανθρώπων και να αναδεύει τις ψυχές και τα σώματά τους, χωρίς να έχει την παραμικρή ανάγκη από την εξήγηση, την ερμηνεία ή την ανάλυσή του. Άλλωστε αυτή είναι η μαγεία και η έξοχη γοητεία του: το ανερμήνευτον του χαρακτήρος του που διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και από στιγμή σε στιγμή, διατηρώντας παράλληλα ανέγγιχτη την ουσία και τη δυναμική του στο πέρασμα του καιρού, προφανώς από καταβολής κόσμου. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται ότι δεν ξέρουμε όλοι τα ίδια πράγματα για το ερωτικό φαινόμενο, αλλά στεκόμαστε απέναντί του με την απόλυτη ισότητα που αντιμετωπίζουμε και τη μοναξιά μας.
Ο Jean-Luc Marion αρχίζει με την παραδοχή ότι «…αγαπώ πριν καν υπάρξω, γιατί δεν είμαι παρά στο μέτρο που έχω την εμπειρία της αγάπης –και μάλιστα ως ενός είδους λογικής…». Με ένα σφριγηλό κείμενο σε δομή και σκέψη –απευθυνόμενος προσωπικά στο κάθε άνθρωπο που ακολουθεί τον ειρμό των λέξεων και των φιλοσοφικών του στοχασμών («…ο αναγνώστης θα πρέπει να βλέπει τα πάντα να εκτυλίσσονται μπροστά του, να μπορεί να επαληθεύσει τα πάντα και, είτε εγκρίνει είτε όχι, να ξέρει γιατί…»)- ο συγγραφέας ερεθίζει πνευματικά τον αναγνώστη του να αναζητήσει κι εκείνος τις ρίζες της αγάπης, της ανάγκης της στη ζωή του ανθρώπου, αλλά και των δυνατοτήτων που διανοίγει αυτή στην ίδια του την ύπαρξη. Και παραδίδει ένα πυκνό σε νοήματα βιβλίο που κατορθώνει να κλονίσει ιερές βεβαιότητες και φυσικά να οικοδομήσει κάποιες άλλες. Είναι στην πρωτοβουλία του αναγνώστη του να αντιδράσει. Η αντίδραση αυτή είναι και το ζητούμενο και φυσικά το κέρδος από την ίδια τη φιλοσοφική σκέψη* η αφύπνιση της αμφιβολίας και ακόμη παραπέρα η ίδια της η απόλαυση για κείνον που αντέχει να αναζητά διαρκώς την κινούμενη άμμο της αμφιβολίας. «…για να φτάσει κανείς στην αλήθεια, (πρέπει) προηγουμένως να την επιθυμήσει, επομένως να την αγαπήσει…».
Προς τιμήν του ο γάλλος διανοητής παραδέχεται ότι «…Την έννοια του έρωτα διακρίνει ακριβώς η ικανότητα να σκέφτεται αυτό που για τη φιλοσοφία είναι τρέλα…». Και τολμά να ασχοληθεί με αυτήν την «τρέλα» ο Marion βάζοντάς μας να αναμετρηθούμε μαζί της στο ευρύτερο πεδίο της ίδιας μας της πνευματικότητας. «…σε κάθε γνώση, το θέμα είναι εντέλει η απόλαυση του εαυτού…». Οι φιλοσοφικοί του στοχασμοί ξεκινούν από τη θεμελιώδη του ιδέα ότι ο έρωτας προηγείται της λογικής και ο άνθρωπος ως αγαπών ζώον είναι ο μόνος από τα άλλα όντα που αγαπά, ενώ σκέφτονται και τα ζώα και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. «…η τεχνική πρόοδος δεν βελτιώνει ούτε τη ζωή μου, ούτε την ικανότητά μου να ζω καλά, ούτε τη γνώση μου για τον εαυτό μου…». Φυσικά ο στοχασμός του κινείται γύρω από τον άξονα της κεντρικής του ιδέας, επεκτεινόμενος διεισδυτικά στο σώμα και τον έρωτα στη φιλοσοφία, το ψεύδος, το μίσος, τη ζήλια, την ερωτική επιθυμία, τον πόθο, την ικανοποίηση, τη φιλία και φτάνοντας τελικά στο Θεό. Δεν διστάζει ωστόσο να δηλώσει το αυτονόητο –αποδεικνύοντάς το και λογικά-την ερωτική τύφλωση της μεταφυσικής. Και την ίδια στιγμή που περνά στην ερωτική αναγωγή της σκέψης αποθεώνει την αμφισβήτηση και τις αντιρρήσεις που αυτή μπορεί να εγείρει. «…Η ματαιότητα απαξιώνει τη βεβαιότητα των αντικειμένων, τα οποία, ασφαλώς, παραμένουν ασφαλή και βέβαια. Αλλά η ασφάλειά τους δεν μου δίνει καμιά ασφάλεια για μένα, δεν μου βεβαιώνει τίποτε. Βεβαιότητα άχρηστη και βέβαιη…».
Η απέραντα θυμικά φορτισμένη «απόφαση» ενός ανθρώπου να ερωτευτεί, τον οδηγεί σε μια κατάσταση ικανή να κατακρημνίσει όλες του τις λογικές και να κλονίσει ανεπανόρθωτα όλα τα πιο ασφαλή και σίγουρα συμφέροντά του. Η γνώση ή αναγνώριση του μάταιου ελλοχεύει διαρκώς στη ζωή του (αφού αυτή η ίδια δεν είναι ούτε βέβαιη ούτε ασφαλής ποτέ) με αποτέλεσμα η κυριαρχία της να υποθάλπει την ερωτική πρόθεση. «…Η ματαιότητα αφαιρεί λοιπόν από κάθε βεβαιότητα την αξία της, είτε πρόκειται για βεβαιότητα που αφορά τον κόσμο, είτε για βεβαιότητα που αφορά εμένα…». Και γυρίζουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: «…δεν φτάνει να είμαι για να μείνω αυτός που είμαι: μου χρειάζεται επίσης, πρώτα και κύρια, να με αγαπούν –μου χρειάζεται το ερωτικό δυνάμει…». Αυτές οι ατελείωτες δυνατότητες που διανοίγονται μπροστά μας όταν προσηλωθούμε στην αγάπη –για μας, για τους άλλους, για την ίδια την επιθυμία, για την απόλαυση της ζωής, για την πραγμάτωση και την απόλαυση του εαυτού μέσα από τη γνώση και την αμφιβολία- είναι που μας δίνουν το ατράνταχτο (τυφλό, μεταφυσικό, παράλογο και άκρως ερωτικό) επιχείρημα ότι μπορεί να συμβεί και το πλέον απίθανο. Και καμιά φορά γίνεται, ερήμην του όποιου σκεπτικισμού ή αγνωστικισμού θέλουμε να προβάλλουμε ή ακόμη κι αν εναποθέτουμε σ’ αυτόν την απελπισμένη ματαίωσή μας. «…Στο φως της ερωτικής αναγωγής, ο εγωισμός ο ίδιος αποδέχεται ότι υπάρχει μια πρωταρχική ετερότητα και άρα καθιστά ενδεχομένως δυνατή, μόνος αυτός, τη δοκιμασία που είναι ο άλλος άνθρωπος…».