Καλές, αλλά γραίες
Η δική μου ζητιάνα. Τα βράδια στο δρόμο.
Πότε της δίνω. Πότε δεν δίνω.
Πότε φιλάνθρωπη. Πότε απάνθρωπη.
Ας πούμε βαριέσαι να βγάλεις τα χέρια από τις τσέπες
γιατί, λέει, κάνει κρύο.
Λες και για κείνη στο πεζοδρόμιο
έχει καύσωνα...
Ανθρωπιά του κώλου.
Του δικού της που παγώνει
στη βρώμικη τσιμεντόπλακα.
Ταφόπλακα.
Και χθες, δεν έδωσα. Πού να έψαχνα να βρω ψιλά...
Και τι μας το λες, μαντάμ; Εσένα να λυπηθούμε;
Δεν είσαι εσύ το θέμα. Ή μήπως εσύ είσαι πάντα το θέμα;
Και συναντήθηκε το βλέμμα μου με δυο καλές γραίες.
Κατ' ευφημισμόν και τα δύο.
Και το καλές. Και το γραίες.
Στην ηλικία μου. Πολύ αδύνατες.
Τις έχει φάει η προσευχή και η νηστεία.
Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια τους.
Και μαύρα ρούχα. Με μια λευκή ρίγα γύρω από το πρόσωπο.
Τεχνητό φωτοστέφανο.
Κλασική η μόδα τους. Ή μαύρο ή άσπρο.
Πουθενά φούξια που φοράς εσύ. Και τυρκουάζ. Και κίτρινο και μωβ. Και πράσινο βαθύ. Και μπλε του ωκεανού. Και μαύρο για να κόβει κανένα κιλό, μόνο. Και λευκό επειδή γουστάρεις να φαίνεσαι ένοχη.
Συνένοχοι.
Και τις κοιτάω. Εγώ είμαι η εξωγήινη. Με κοιτούν και κάτι τιτιβίζουν. Η μια στην άλλη.
Τι έχω, βρε κορίτσια; Ήθελα να ρωτήσω.
Αλλά μάσκαρα, ρουζ και σκιές σας σοκάρουν. Στο πρόσωπό μου.
Και δεν σας σοκάρει η ζητιάνα στο δρόμο
με την αυτιστική της κίνηση.
Εσείς επιθυμείτε το θεό σας, αλλά όχι τον Άλλον, τους άλλους.
Εγώ επιθυμώ τον Άλλον κι άμα με επιθυμήσει ο θεός, δικό του θέμα. Δεν θα υπεισέλθω.
Θα προσπεράσω.
Όπως προσπεράσατε κι εσείς τη ζητιάνα.
Στάθηκα στην άκρη του δρόμου και γύρισα το κεφάλι μου πίσω
αν και δεν γυρίζω ποτέ
όποιος και να με φωνάζει στο δρόμο.
Ο φόβος του Ορφέα.
Μην με ζητάει ο Άδης.
Και πάω κοντά του.
Ευρεία
Δίκη.
Και γύρισα από διαστροφή
του επαγγέλματος να σας κοιτάζω.
Η αφελής νόμιζα ότι εσείς σηκώνετε στην πλάτη σας και τις δικές μου τύψεις.
Ότι καθαρίζετε για την απανθρωπιά μου κι εσείς.
Αλλά εσείς δεν σταθήκατε.
Περίμενα να της πιάσετε το χέρι.
Να της χαϊδέψετε το κεφάλι.
Να της πείτε μια κουβέντα
της παρηγοριάς.
Αλλά προσπεράσατε.
Αδιάφορες, κορίτσια.
Και με σοκάρατε.
Όσο με σοκάρει ο εαυτός μου. Ώρες ώρες.
Όσο με σόκαρε γλυκά ο κύριος.
Εκείνος που βγήκε από το παρακείμενο μαγαζάκι του τζόγου.
Και σου 'δωσε, δικιά μου ζητιάνα, λεφτά.
Κερδισμένος. Σκέφτηκα.
Κι έτρεξε ένα δάκρυ στο μέσα μου πρόσωπο
για τις τύψεις μου
που τις απάλυνες, άνθρωπε.
Του τζόγου.
Που δεν φοβάσαι να ρισκάρεις.
Και ρεφάρισες
και για μένα.
Και για τα κορίτσια τα πρόωρα γερασμένα στην όψη
που περπατούσαν γοργά
μην της προλάβει η ζωή
κι αναγκαστούνε να ενδώσουν.
Ύπαγε εμπρός μου, κύριε.
Πότε της δίνω. Πότε δεν δίνω.
Πότε φιλάνθρωπη. Πότε απάνθρωπη.
Ας πούμε βαριέσαι να βγάλεις τα χέρια από τις τσέπες
γιατί, λέει, κάνει κρύο.
Λες και για κείνη στο πεζοδρόμιο
έχει καύσωνα...
Ανθρωπιά του κώλου.
Του δικού της που παγώνει
στη βρώμικη τσιμεντόπλακα.
Ταφόπλακα.
Και χθες, δεν έδωσα. Πού να έψαχνα να βρω ψιλά...
Και τι μας το λες, μαντάμ; Εσένα να λυπηθούμε;
Δεν είσαι εσύ το θέμα. Ή μήπως εσύ είσαι πάντα το θέμα;
Και συναντήθηκε το βλέμμα μου με δυο καλές γραίες.
Κατ' ευφημισμόν και τα δύο.
Και το καλές. Και το γραίες.
Στην ηλικία μου. Πολύ αδύνατες.
Τις έχει φάει η προσευχή και η νηστεία.
Μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια τους.
Και μαύρα ρούχα. Με μια λευκή ρίγα γύρω από το πρόσωπο.
Τεχνητό φωτοστέφανο.
Κλασική η μόδα τους. Ή μαύρο ή άσπρο.
Πουθενά φούξια που φοράς εσύ. Και τυρκουάζ. Και κίτρινο και μωβ. Και πράσινο βαθύ. Και μπλε του ωκεανού. Και μαύρο για να κόβει κανένα κιλό, μόνο. Και λευκό επειδή γουστάρεις να φαίνεσαι ένοχη.
Συνένοχοι.
Και τις κοιτάω. Εγώ είμαι η εξωγήινη. Με κοιτούν και κάτι τιτιβίζουν. Η μια στην άλλη.
Τι έχω, βρε κορίτσια; Ήθελα να ρωτήσω.
Αλλά μάσκαρα, ρουζ και σκιές σας σοκάρουν. Στο πρόσωπό μου.
Και δεν σας σοκάρει η ζητιάνα στο δρόμο
με την αυτιστική της κίνηση.
Εσείς επιθυμείτε το θεό σας, αλλά όχι τον Άλλον, τους άλλους.
Εγώ επιθυμώ τον Άλλον κι άμα με επιθυμήσει ο θεός, δικό του θέμα. Δεν θα υπεισέλθω.
Θα προσπεράσω.
Όπως προσπεράσατε κι εσείς τη ζητιάνα.
Στάθηκα στην άκρη του δρόμου και γύρισα το κεφάλι μου πίσω
αν και δεν γυρίζω ποτέ
όποιος και να με φωνάζει στο δρόμο.
Ο φόβος του Ορφέα.
Μην με ζητάει ο Άδης.
Και πάω κοντά του.
Ευρεία
Δίκη.
Και γύρισα από διαστροφή
του επαγγέλματος να σας κοιτάζω.
Η αφελής νόμιζα ότι εσείς σηκώνετε στην πλάτη σας και τις δικές μου τύψεις.
Ότι καθαρίζετε για την απανθρωπιά μου κι εσείς.
Αλλά εσείς δεν σταθήκατε.
Περίμενα να της πιάσετε το χέρι.
Να της χαϊδέψετε το κεφάλι.
Να της πείτε μια κουβέντα
της παρηγοριάς.
Αλλά προσπεράσατε.
Αδιάφορες, κορίτσια.
Και με σοκάρατε.
Όσο με σοκάρει ο εαυτός μου. Ώρες ώρες.
Όσο με σόκαρε γλυκά ο κύριος.
Εκείνος που βγήκε από το παρακείμενο μαγαζάκι του τζόγου.
Και σου 'δωσε, δικιά μου ζητιάνα, λεφτά.
Κερδισμένος. Σκέφτηκα.
Κι έτρεξε ένα δάκρυ στο μέσα μου πρόσωπο
για τις τύψεις μου
που τις απάλυνες, άνθρωπε.
Του τζόγου.
Που δεν φοβάσαι να ρισκάρεις.
Και ρεφάρισες
και για μένα.
Και για τα κορίτσια τα πρόωρα γερασμένα στην όψη
που περπατούσαν γοργά
μην της προλάβει η ζωή
κι αναγκαστούνε να ενδώσουν.
Ύπαγε εμπρός μου, κύριε.