31 (ξόρκι)
Κάηκαν. Χθες. Ήταν η μόνη φορά που οι απολογισμοί φοβήθηκαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Φταίει το "deponaki" που όταν έκλεισε τα 40, μας είχε ταράξει όλους συθέμελα με ένα σπαρακτικό του κείμενο. Χωρίς αναλγητικά. Με νυστέρι είχε κόψει γύρω γύρω το κακό και το είχε πετάξει μακριά πίσω στο παρελθόν. Για να μαθαίνουμε να εκτιμάμε. Τη ζωή. Που έχουμε. Με τα ωραία της και τα κάτω της, με τα πλάγιά της και τα παραδίπλα της. Τα παραπέρα και τα εδώ και τώρα της. Τις μετωπικές της. Το πρόβλημα είναι ότι είμαι τόσο αηδιαστικά συνεπής στα ραντεβού που πάω τόσο νωρίτερα και στο ραντεβού μαζί της, ώστε αναγκάζομαι να περιμένω εξαντλητικά. Αλλά κάποτε έρχεται κι αυτή και με αποζημιώνει. Αυτή είναι η ζωή. Με τα όλα της.
Επέστρεφα από τη δουλειά με ένα πλατύ χαμόγελο. Ανώφελο και ανέφελο. Που δεν προσδοκά και δεν περιμένει τίποτα. Που έχει απλώς ευχαριστηθεί και δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του. Αλλά αχνοφέγγει στην άκρη του η αγωνία, μη λιμπιστεί η ύβρις τη χαρά του και την ελευθερία του και την κατακεραυνώσει. Γι' αυτό και το ξόρκι αυτό με τις λέξεις.
Παραδόξως, το βράδυ, θυμήθηκα τη σκηνή που ξυπνούσα από την πρώτη τεχνητή νάρκωση που υπέστην στη ζωή μου. Ανέπνεα με κόπο μέσα στη μάσκα. Έβγαινα από το λήθαργο σιγά σιγά. Συνερχόμουν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να διαβεβαιωθούν οι δικοί μου ότι ζω και είμαι καλά. Ο γιατρός κατάλαβε αμέσως, από τα μάτια μου και μόνο, δεν μπορούσα να μιλήσω, ανακτούσα την αναπνοή μου με δυσκολία, και μου έπιασε το χέρι και με ησύχασε, για να μη φοβάμαι.
Η ευχή που κάνω τώρα που γράφω τις λίγες τούτες γραμμές, το ξόρκι των 31 που έχουν ήδη συμπληρωθεί, είναι να μην κοιμόμαστε όρθιοι, να αναπνέουμε βαθιά μέχρι το διάφραγμά μας και να χαμογελάμε μπας κι οξυγονώνουμε καλύτερα έτσι τον εγκέφαλο και παίρνει εμπρός. Και να πιάνουμε το χέρι του διπλανού μας (αυτός είναι ο δορυφόρος στο σύμπαν μας), όταν εκείνος χρειάζεται απλώς μια διαβεβαίωση ότι είναι ζωντανός για να μην φοβάται. Η ανθρωπιά είναι καθημερινή επιλογή (ορίστε και σλόγκαν η κυρία...) και κρύβει τόση μαγεία που θες όλους τους αχανείς συμπαντικούς ορίζοντες του κόσμου για να την περιγράψεις και πάλι λίγο είναι. Ξύπνα, ρε παιδάκι μου!
Επέστρεφα από τη δουλειά με ένα πλατύ χαμόγελο. Ανώφελο και ανέφελο. Που δεν προσδοκά και δεν περιμένει τίποτα. Που έχει απλώς ευχαριστηθεί και δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή του. Αλλά αχνοφέγγει στην άκρη του η αγωνία, μη λιμπιστεί η ύβρις τη χαρά του και την ελευθερία του και την κατακεραυνώσει. Γι' αυτό και το ξόρκι αυτό με τις λέξεις.
Παραδόξως, το βράδυ, θυμήθηκα τη σκηνή που ξυπνούσα από την πρώτη τεχνητή νάρκωση που υπέστην στη ζωή μου. Ανέπνεα με κόπο μέσα στη μάσκα. Έβγαινα από το λήθαργο σιγά σιγά. Συνερχόμουν. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να διαβεβαιωθούν οι δικοί μου ότι ζω και είμαι καλά. Ο γιατρός κατάλαβε αμέσως, από τα μάτια μου και μόνο, δεν μπορούσα να μιλήσω, ανακτούσα την αναπνοή μου με δυσκολία, και μου έπιασε το χέρι και με ησύχασε, για να μη φοβάμαι.
Η ευχή που κάνω τώρα που γράφω τις λίγες τούτες γραμμές, το ξόρκι των 31 που έχουν ήδη συμπληρωθεί, είναι να μην κοιμόμαστε όρθιοι, να αναπνέουμε βαθιά μέχρι το διάφραγμά μας και να χαμογελάμε μπας κι οξυγονώνουμε καλύτερα έτσι τον εγκέφαλο και παίρνει εμπρός. Και να πιάνουμε το χέρι του διπλανού μας (αυτός είναι ο δορυφόρος στο σύμπαν μας), όταν εκείνος χρειάζεται απλώς μια διαβεβαίωση ότι είναι ζωντανός για να μην φοβάται. Η ανθρωπιά είναι καθημερινή επιλογή (ορίστε και σλόγκαν η κυρία...) και κρύβει τόση μαγεία που θες όλους τους αχανείς συμπαντικούς ορίζοντες του κόσμου για να την περιγράψεις και πάλι λίγο είναι. Ξύπνα, ρε παιδάκι μου!