Η δολοφονική μοναξιά του γραφιά
Ένας απελπισμένος από έρωτα τόσο οδυνηρά πληγωμένος που τελικά σκοτώνει τις αισθήσεις του. Και καταλήγει πληρωμένος δολοφόνος. Από την «αισθητηριακή αυτοκτονία» τη δική του στην ψυχρή θανάτωση των άλλων. Χωρίς δισταγμούς. Χωρίς φραγμούς. Είναι ο ήρωας της Αμελί Νοτόμπ στο βιβλίο της «Το ημερολόγιο του Χελιδονιού» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα. «…Υπάρχουν ομορφιές που χτυπάνε στο μάτι κι άλλες που είναι γραμμένες με ιερογλυφικά: χρειάζεται χρόνος για ν’ αποκρυπτογραφήσει κανείς το μεγαλείο τους, αλλά όταν προβάλει, είναι πιο όμορφο κι απ’ την ομορφιά…».
Αυτή η δαιμόνια ευφυής, εκκεντρική και πολυγραφότατη συγγραφέας συνεχίζει να πρωτοτυπεί στη θεματολογία της και να κεντρίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Έχει αναπτύξει ένα στυλ γραφής που ιντριγκάρει και καταργεί τις βεβαιότητες. Η παράξενη ιστορία που αφηγείται, μοιάζει με αλληγορία πάνω στον έρωτα και τη γραφή, το θάνατο και το αντίδοτό του: τη μνήμη. Ο πρωταγωνιστής, ένας απλός κούριερ, αλλά όπως είπαμε, πονεμένος από μια ερωτική σχέση, συναντά το Γιούρι, ένα ρώσο μαφιόζο ο οποίος τον μυεί στις επί πληρωμή δολοφονίες. Διαθέτει άλλωστε το χάρισμα ο ήρωας, το τέλειο σημάδι. Και εξασκείται σ’ αυτή την απάνθρωπα φρικιαστική πρακτική κυρίως για να νιώθει την ηδονή ότι υπάρχει. «…Το σώμα μας κάνει τρυφερούς και γεμάτους συμπόνια για τον πλησίον…».
Τη φρενήρη πορεία του προς τα τρίσβαθα της απανθρωποποίησης, της ολοκληρωτικής αλλοτρίωσής του, της κανιβαλικής του ορμής, θα ανακόψει μια έφηβη κοπέλα. «… δεν έχω δει ποτέ τίποτα πιο όμορφο από τα μάτια σου που μ’ αψηφούν, θα με σκοτώσεις, δε φοβάμαι, σε κοιτάζω, είμαι ο τόπος όπου όλα συμβαίνουν, είμαι η δράση που εκτυλίσσεται σ’ αυτόν…». Η νεαρά ύπαρξη διαθέτει ένα όπλο ισάξιο και ισοδύναμο με το δικό του και όταν θα έρθει η ώρα να γίνει το θύμα του, εκείνος θα θαυμάσει τη δύναμή της να σκοτώσει τον ίδιο της τον πατέρα* τη δύναμή της να προσφύγει στο θάνατο για λόγους αρχής: επειδή διάβασαν χωρίς την άδειά της το ημερολόγιό της, τα μυστικά της, την απόκρυφη πλευρά της. Και τότε ο «Δήμιος», ο πληρωμένος δολοφόνος, θα πέσει εκείνος θύμα της επίδρασής της. Οι αισθήσεις του θα ξυπνήσουν, όπως ζωντανεύουν στο άψυχο χαρτί, στην τρεμοσβήνουσα οθόνη, τα χαρακτηριστικά που προσδίδει ένας συγγραφέας στους ήρωές του. «…Η όσφρηση έχει το εκπληκτικό ότι δεν προϋποθέτει καμία κατοχή. Μπορεί να σε κατακλύσει ηδονικά στο δρόμο το άρωμα κάποιου που δεν έχεις καν εντοπίσει. Είναι η ιδεώδης αίσθηση, αποτελεσματική μα όχι όπως το αυτί, που είναι πάντα βουλωμένο, διακριτική μα όχι όπως το μάτι, που έχει το στυλ του ιδιοκτήτη, λεπτή μα όχι όπως η γεύση, που ικανοποιείται μόνο με την κατανάλωση. Αν ζούσαμε υπό τις διαταγές της, η μύτη θα μας έκανε αριστοκράτες…». Θα τον κατατρώγουν μέχρι το τέλος της ζωής του. Κι αυτή τη μοναξιά μπορεί να την αισθανθεί μόνον εκείνος που έχει επίσης «σκοτώσει» τον εαυτόν του κατακερματίζοντάς τον πίσω από τις γραμμένες λέξεις του, κρύβοντάς τον μέσα σε ανδρείκελα χάρτινων κατασκευασμένων ηρώων. Εκείνος που μπορεί να φαίνεται ότι σκοπεύει με τη γραφίδα του ως όπλο, αλλά τελικά εκτίθεται ο ίδιος, καταντά «επιλεγμένος στόχος» του ίδιου του εαυτού, της γραφής του, των μυστικών του προθέσεών που κάποτε τον προδίδουν, καθώς ολοένα διαφεύγουν.
Αυτή η δαιμόνια ευφυής, εκκεντρική και πολυγραφότατη συγγραφέας συνεχίζει να πρωτοτυπεί στη θεματολογία της και να κεντρίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Έχει αναπτύξει ένα στυλ γραφής που ιντριγκάρει και καταργεί τις βεβαιότητες. Η παράξενη ιστορία που αφηγείται, μοιάζει με αλληγορία πάνω στον έρωτα και τη γραφή, το θάνατο και το αντίδοτό του: τη μνήμη. Ο πρωταγωνιστής, ένας απλός κούριερ, αλλά όπως είπαμε, πονεμένος από μια ερωτική σχέση, συναντά το Γιούρι, ένα ρώσο μαφιόζο ο οποίος τον μυεί στις επί πληρωμή δολοφονίες. Διαθέτει άλλωστε το χάρισμα ο ήρωας, το τέλειο σημάδι. Και εξασκείται σ’ αυτή την απάνθρωπα φρικιαστική πρακτική κυρίως για να νιώθει την ηδονή ότι υπάρχει. «…Το σώμα μας κάνει τρυφερούς και γεμάτους συμπόνια για τον πλησίον…».
Τη φρενήρη πορεία του προς τα τρίσβαθα της απανθρωποποίησης, της ολοκληρωτικής αλλοτρίωσής του, της κανιβαλικής του ορμής, θα ανακόψει μια έφηβη κοπέλα. «… δεν έχω δει ποτέ τίποτα πιο όμορφο από τα μάτια σου που μ’ αψηφούν, θα με σκοτώσεις, δε φοβάμαι, σε κοιτάζω, είμαι ο τόπος όπου όλα συμβαίνουν, είμαι η δράση που εκτυλίσσεται σ’ αυτόν…». Η νεαρά ύπαρξη διαθέτει ένα όπλο ισάξιο και ισοδύναμο με το δικό του και όταν θα έρθει η ώρα να γίνει το θύμα του, εκείνος θα θαυμάσει τη δύναμή της να σκοτώσει τον ίδιο της τον πατέρα* τη δύναμή της να προσφύγει στο θάνατο για λόγους αρχής: επειδή διάβασαν χωρίς την άδειά της το ημερολόγιό της, τα μυστικά της, την απόκρυφη πλευρά της. Και τότε ο «Δήμιος», ο πληρωμένος δολοφόνος, θα πέσει εκείνος θύμα της επίδρασής της. Οι αισθήσεις του θα ξυπνήσουν, όπως ζωντανεύουν στο άψυχο χαρτί, στην τρεμοσβήνουσα οθόνη, τα χαρακτηριστικά που προσδίδει ένας συγγραφέας στους ήρωές του. «…Η όσφρηση έχει το εκπληκτικό ότι δεν προϋποθέτει καμία κατοχή. Μπορεί να σε κατακλύσει ηδονικά στο δρόμο το άρωμα κάποιου που δεν έχεις καν εντοπίσει. Είναι η ιδεώδης αίσθηση, αποτελεσματική μα όχι όπως το αυτί, που είναι πάντα βουλωμένο, διακριτική μα όχι όπως το μάτι, που έχει το στυλ του ιδιοκτήτη, λεπτή μα όχι όπως η γεύση, που ικανοποιείται μόνο με την κατανάλωση. Αν ζούσαμε υπό τις διαταγές της, η μύτη θα μας έκανε αριστοκράτες…». Θα τον κατατρώγουν μέχρι το τέλος της ζωής του. Κι αυτή τη μοναξιά μπορεί να την αισθανθεί μόνον εκείνος που έχει επίσης «σκοτώσει» τον εαυτόν του κατακερματίζοντάς τον πίσω από τις γραμμένες λέξεις του, κρύβοντάς τον μέσα σε ανδρείκελα χάρτινων κατασκευασμένων ηρώων. Εκείνος που μπορεί να φαίνεται ότι σκοπεύει με τη γραφίδα του ως όπλο, αλλά τελικά εκτίθεται ο ίδιος, καταντά «επιλεγμένος στόχος» του ίδιου του εαυτού, της γραφής του, των μυστικών του προθέσεών που κάποτε τον προδίδουν, καθώς ολοένα διαφεύγουν.