Σαν το θαμποπράσινο αμύγδαλο

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 31/1/2009)

«…Η ξένη –κατ’ ουσίαν- γλώσσα των σχολείων μάρανε σιγά σιγά τον ανθοβολώνα της αβίαστης γλωσσικής παραγωγής. Διαμεσολάβησε απ’ τα μύχια της ψυχής στην ομιλία, με αποτέλεσμα να εκφέρεται ο τύπος και το ψυχικό φορτίο της ουσίας να λιμνάζει…»
.


(Η φωτογραφία είναι από εδώ).


Έξω από φόρμες συνήθεις, μακριά από έναν χειρουργικό αποκαθαρμό της γλώσσας, της φαντασίας και της λογοτεχνίας που ενστερνίζονται θιασώτες της δημιουργικής γραφής και πέρα από τον εθισμό στην ανόσια ανουσιότητα που εισβάλλει από την καθημερινότητα στις σελίδες των βιβλίων* πέρα και ακόμα πιο μακριά από την χωρίς χυμούς και χωρίς καρπούς βιβλιοπαραγωγή, κινείται το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου. «Σαν το λίγο το νερό» ο τίτλος του. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Υπερίπταται, όπως ο νεκρός ήρωάς του. Είναι η οδύσσεια –παραπλεύρως και ενδιαμέσως της λογοτεχνικής ζωής- ενός «ονειροπαρμένου» αγνωστικιστική που τα κείμενά του θέλει «να έχουν την ομορφιά και την ταπεινότητα της θαμποπράσινης, στρεβλωμένης απ’ τον ήλιο του Αυγούστου φλούδας του αμύγδαλου». Από τα πρώτα του διηγήματα («Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη») ήδη ο Σωτήρης Δημητρίου έδειξε τις προθέσεις του. Έχει παραμείνει συγκινητικά πιστός και συνεπής σ’ αυτές, κρατώντας το κουκούτσι, την ουσία της σκέψης και της τέχνης του, αλώβητα και χωρίς να χάσουν ούτε στιγμή το θάμπος τους. Τα κείμενά του ρίχνουν σκιά, γιατί διαθέτουν βαρύτητα μέσα από τον παιγνιώδη τους τρόπο και το ανάλαφρο κάποτε ύφος τους. Σκιά πότε παραμυθητική, όπως παραδέχεται κι ο ίδιος, και πότε αβάσταχτη μιας υπαρξιακής αγωνίας τραγικής που ξέρεις ως αναγνώστης ότι δεν μπορείς να λύσεις τα μάγια της, παρά μόνον να μοιραστείς το άχθος της.
Είναι ένας συγγραφέας που έχει μείνει ακλόνητος στη διαφύλαξη της ρίζας του και δεν εννοώ τίποτε εθνικό ή εθνικιστικό, ίσα-ίσα το αντίθετο, μένει στη ρίζα της ανθρωπιάς και δεν ασχολείται με το επιφανειακό άπλωμα στο πλάτεμα οριζοντίως. Γι’ αυτό η γραφή του χτυπάει «φλέβα» και στον αναγνώστη, σε βάθος. Αναγνωστικό και ψυχικό. Γι’ αυτό όσοι δεν αγαπήσουν τη γραφή του, θα τη φθονήσουν ανυπερθέτως. Έχουν κάθε λόγο. Τους δείχνει με μια ασύγκριτη ειλικρίνεια τις πληγές του και τις δικές τους, που κάνουν το σκαρί τους να μπάζει νερά. Κι ας μην το παραδεχτούν ποτέ. Η βάρκα θα μπατάρει κι εκείνοι απλώς δεν θα ξέρουν γιατί, τάχα μου.
Οι αιχμές της υποδόριας ειρωνείας του διαπερνούν τα ψυχικά τοπία της αστικής ζωής (πόσο τον είχαν απασχολήσει άλλωστε στο αφήγημα «Τα οπωροφόρα της Αθήνας») σαν εικονικές λόγχες, φερμένες από μια μελλοντική μετα-ηλεκτρονική εποχή. Διασώζει με μια υποτυπώδη και παραδειγματική ηθογραφία τη γλώσσα που αισθάνεται θησαυρό στην ψυχή. Από την ψυχή και για την ψυχή. Ο κρυφός σπαραγμός που υποβάλλεται ο ίδιος ο δημιουργός, υποβάλλει με τη σειρά του τον αναγνώστη, κομψά, μετρημένα, καλοζυγισμένα λογοτεχνικά, ώστε να μη σκάσει σαν πυροτέχνημα, αλλά να κουβαλάς τη συγκίνηση καιρό μέσα σου. Και το ψυχικό της φορτίο. Δεν φοβάται να σκάψει βαθιά (μέχρι το επέκεινα, πόσο παραπέρα να πάει;) και σε περιοχές-ταμπού για σύγχρονούς του ομότεχνους, μιλάω φυσικά για τη λογοτεχνική ματαιοδοξία και τη φιλοδοξία. Ούτε αυτή φοβάται να θίξει. «…Είδα τη συγκεκαλυμμένη επαιτεία που απαιτούσε η επιτυχία…».
Αιθεροβατεί ο ήρωάς του δικαιολογημένα σαν πεθαμένος που είναι, πενθεί το παρελθόν του, αλλά δεν το αποποιείται. Ίσα-ίσα, το αναλύει, το εξηγεί και το ερμηνεύει, μέχρι τελικής πτώσεως, στη γη. «…Βρέθηκα σ’ ένα γαλάζιο έμπεδο όπου ήταν χιλιάδες, άσπροι, αχνοφωτισμένοι σβόλοι. Ήτανε ψυχές, ο νωπός θερισμός του θανάτου. Μια αλυπία με κυρίεψε αλλά δεν έχασα την συνείδηση της εν ζωή ζωής μου. Κυρίως την μνήμη. Ζωντάνεψε διαολεμένα. Ό,τι είχα καταχωνιάσει τα ‘λουσε όλα ένα λαμπρός φως σ’ εκείνο το ουράνιο οροπέδιο…».
Η γνησιότητα του ύφους του Δημητρίου, οι ατόφιες προθέσεις του που δεν διστάζει να τις ειρωνευτεί κι αυτές ακόμα, η ακέραιη αφοσίωση σ’ εκείνα που θεωρεί σημαντικά ο ίδιος, όπως την κατάκτηση της αμεριμνησίας, ξεχωρίζουν το έργο του (συνεπτυγμένο και πυκνό, με φιλοπαίγμονα διάθεση ακόμη και για τον πόνο και τη δυστυχία), επιβεβαιώνοντας την αποφθεγματική αποστροφή του Βίτολντ Γκόμπροβιτς ότι «…Η τέχνη είναι ακριβώς αυτό το πράγμα: η εκλογή του καλύτερου, η απόρριψη του λιγότερο καλού* η τέχνη στηρίζεται στην πιο αυστηρή ιεραρχία των αξιών, σε μια συνεχή αξιολόγηση…».

Ο ιδιότυπος αυτοβιογραφικός απολογισμός που κάνει ο συγγραφέας στο «Σαν το λίγο το νερό» είναι απολογισμός μιας ολόκληρης εποχής που μόλις παρήλθε. Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Για την Ελλάδα ολόκληρη. Για τη χωριανική –χωριάτικη θα την πω εγώ πιο απενοχοποιημένα- καταγωγή της που αρχίζει να ψάχνει και πάλι να την βρει, αλλιώς και με άλλους όρους πια. Είναι η απελπισία του κλειστού, περίκλειστου άστεως, της μοναξιάς και της μοναχικότητάς του, του εγωισμού και της απαξίας, της κακής ζωής που βιώνεται ψυχικά σαν κόλαση εντός των τειχών της, και σπρώχνει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν. Απηυδισμένοι και απογοητευμένοι. Τον ίδιο τους τον εαυτό, ενίοτε. «…Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες…Την αναβολή της πραγματοποιήσεως της ζωής, σ’ έναν μέλλοντα χρόνο, ούτε πολύ κοντινό, ούτε πολύ μακρινό, που δεν ερχόταν ποτέ. Ανελαστική προϋπόθεση η υπερπήδηση κοινωνικών, ετεροκαθορισμένων κατά κανόνα, αναχωμάτων-στόχων…».
Είναι τραγική στη βάση της η γραφή του Σωτήρη Δημητρίου –όχι μελαγχολική ή καταθλιπτική-, γιατί ανακαλύπτει, διαπιστώνει, περιγράφει, σκιαγραφεί, εμπαίζει κάποτε τη δυστυχία, τη δυστυχία της νεοελληνικής καθημερινότητας που βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην ευτέλεια. Δίνει αξία ο συγγραφέας στην εσωτερική εκείνη ζωή, τη διανοητική, τη συναισθηματική, καθώς και στην καθημερινότητα με τις συνεχείς απογοητεύσεις και απομαγεύσεις της, αποθεώνοντας το μικρό, το απλό, το ατυχές. Φωτίζει το σημαντικό που παραμένει αθέατο, μη ορατό στα μάτια των πολλών. Δίνει βαρύτητα με ελαφράδα και αλαφραίνει το βαρύ. Σαν να ζωγραφίζει αυτό το χρώμα της δικής του ουτοπίας, το θαμποπράσινο της φλούδας του αμύγδαλου. «…αφ’ ης στιγμής ορίσουμε την ευτυχία, και την επιδιώξουμε, ήδη την έχουμε απολέσει…».