«Αρχισυντάκτης είναι –πάντα- ο χρόνος»


(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 7/2/2009)

«…Στην ανάγνωση του βαδίσματός του είναι πάντα τα σημεία στίξης που άλλοτε υπογραμμίζουν τονίζοντας, άλλοτε απορούν και, κάποτε, ερωτικά αποσιωπούν…»


Μια ρυθμική λιτανεία. Των αντικειμένων που μας περιβάλλουν. Των ψυχικών τοπίων που εξωτερικεύονται στις λείες ή θαμπές επιφάνειές τους και αντανακλώνται μετά και πάλι στο φορέα τους. Για την ψυχή των πραγμάτων. Για τη μνήμη που φέρουν και τη δύναμή τους να ξυπνούν αναμνήσεις. Για τη ρωγμή στα σχέδια του «αρχισυντάκτη χρόνου». Για την πλήρη συναίσθηση της ζωής μας και του απολογισμού της μέσα από ακίνητα, αμίλητα και ατάραχα αντικείμενα μιλά το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ύψιλον με τίτλο «Πορσελάνη-Διηγήματα για νεκρές φύσεις».
Η μοναξιά κυριαρχεί. Η υπαρξιακή μοναξιά. Και καθρεφτίζεται πάνω στα πράγματα. Για το συγγραφέα είναι σαν να υπάρχει αυτή η ματαίωση, η θλίψη του χρόνου που λιγοστεύει, θαρρείς ακριβώς επειδή υπάρχουν αυτά τα απτά αντικείμενα και μπορούν να το δείξουν με τη φθορά τους, την ακινησία τους. Η φωνή που αφηγείται τις σύντομες αυτές ιστορίες, ακούγεται ευλαβική με έναν εσωτερικό ρυθμό που μεταδίδει μιαν υπόκωφη ένταση. Κομψοτεχνήματα τα διηγήματα του Γιάννη Ευσταθιάδη ισορροπούν τον ιδιότροπο αισθητισμό τους με τα βαθιά υπαρξιακά νοήματα. «…Κατεβάζει την ομπρέλα κι αφήνει τη μονοσύλλαβη βροχή να βρέξει όλη την άνυδρη έρημο που απλώνεται μέσα του…». Οι αφηρημένες άπιαστες έννοιες βρίσκουν τρόπο να «ειπωθούν» ακουμπώντας πάνω στα πράγματα και τη ρεαλιστική τους ύπαρξη και υπερβαίνοντάς τα τελικά.

Το κενό, η ανεπίστρεπτη απουσία ανθρώπων και καταστάσεων εκφράζεται σπαρακτικά μ’ αυτή την υπόγεια προσήλωση στη μαρτυρία του έξωθεν κόσμου. «…Ύβρις των κλειδιών που σήμερα τίποτα δεν μπορούν να του ανοίξουν, πουθενά δεν μπορούν να τον οδηγήσουν…». Και η αίσθηση της αδιέξοδης πορείας προς ένα εμπρός ατελέσφορο, υπακούοντας στην καταδίκη των νεκρών φύσεων. Οι συνθέσεις του συγγραφέα ζωντανεύουν έναν εσωτερικό κόσμο που μαρτυρά πώς βιώθηκε η ζωή του, μέσα από τους φαντασιακούς αντικατοπτρισμούς σε ένα φλιτζάνι τσαγιού πορσελάνης, ένα θερμόμετρο, ένα στυλό, μια αλατιέρα, ένα μαύρο βότσαλο. «…Η θαλπωρή της θέας που δεν μεταβάλλεται ποτέ…».
Και η άμμος στην κλεψύδρα τρέχει αλματωδώς όσο το ακίνητο βλέμμα του παρατηρητή την παρακολουθεί να ρέει. «…Ο καφές είναι το πιο αυτοβιογραφικό ποτό…». Με στιλιστική μαεστρία ο δημιουργός ξεδιπλώνει το συναισθηματικό φορτίο των απλών αντικειμένων στη ζωή του αφηγητή του. «…Αναπαυτικό εκμαγείο που διατηρεί το αρνητικό του σώματός του μέσα από τις πολλαπλές ακτινογραφίες του χρόνου…». Η γραφή του Ευσταθιάδη συγκινεί και «πιάνει» μέσα-μέσα τον αναγνώστη, χρησιμοποιώντας την εικόνα, την αφή, την οσμή, σαν αφετηρία για να ανασκάψει την επιφάνεια των πραγμάτων, των αντικειμένων και να καταδυθεί στο βαθύτερο ψυχισμό του υποκειμένου. «…Τώρα νιώθει να τον βαραίνει μια λευκή αλάτινη μοναξιά…». Άλλωστε αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Το υποκείμενο. Και τα πάθη του. Το πάθος του.