Ευρεσιτεχνίες της Αγένειας
Κοντή, χοντρή και καπνίζει στον προθάλαμο υποκαταστήματος κρατικής τράπεζας που θέλει να είναι ανταγωνιστική σαν και τις ιδιωτικές με τα υπερκέρδη. Μάλιστα. Για τη Σεκιουριτού μιλάμε της ιδιωτικής εταιρείας φύλαξης που το ληστή μπορεί να τον διώξει μόνο με την αγένειά της. Μ' αυτή. Μάλιστα. Αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος. Η καλύτερη Πολεμική Τέχνη: η ΑΓΕΝΕΙΑ (αν δεν πιάσει το κόλπο με το φύσημα του καπνού απ' το τσιγάρο στα μούτρα των άλλων).
Και καπνίζει και καπνίζει. Έρχεται ο μπαμπάς στα τριάντα φεύγα του με το μωρό στην αγκαλιά του. Φοράει σορτς ο άνθρωπος, κρατάει στη μία αγκαλιά το μικρούλι και στο άλλο χέρι μόνο τα κλειδιά του. Α, φοράει και μια "μπανάνα" στη μέση με τα λεφτά. Για κακή του τύχη χτυπάει ο ρημαδιασμένος συναγερμός στην πόρτα-κουβούκλιο και δεν μπορεί να μπει να κάνει τη δουλειά του (το ίδιο κατάστημα είναι που πριν από μήνες η Σεκιουριτού μου έλεγε να βγάλω τη ζώνη μου γιατί "χτυπάει" -σιγά μην ξεβρακωθούμε κιόλας για να εξοφλήσουμε ένα λογαριασμό). Αδειάζει με το ένα χέρι την τσέπη του σορτς (πόσα όπλα να χωρέσει εκεί μέσα;), αλλά δεν μπορεί να βγάλει και την "μπανάνα" από τη μέση. Θα του πέσει το παιδί, αν το επιχειρήσει. Η Σεκιουριτού καπνίζει. Όταν την παρακαλεί να τον βοηθήσει, εκείνη του λέει σαν χαλασμένο κασετόφωνο ότι αν δεν περάσει μέσα από το συναγερμό της πόρτας, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Πολιτική της τράπεζας. Κανονισμός. Σιγά μην είναι και κανονιονισμός... Έχει εντολή. Κι εγώ έχω εντολή εξόφλησης. Ξοφλήσατε!
Απηυδησμένος αποχωρεί ο άνθρωπος, αλλά έχει ανάγκη τη συναλλαγή, γιατί το ATM είναι χαλασμένο. Επιστρέφει και την παρακαλεί να περάσει. Ακούει τη στιχομυθία η Διευθύντρια του καταστήματος (ε, λέω, πια θα τον αφήσουν να μπει, αφού παρεμβαίνει και η Διευθύντρια- κούνια που με κούναγε). Παρενέβη για να υποστηρίξει την καλογυμνασμένη στην αγένεια Σεκιουριτού. Ο νεαρός άνδρας παραπονιέται για την αγένεια αρχικά της Σεκιουριτούς. Καλά. Μετά θα έχει να παραπονιέται για την αγένεια της Διευθύντριας. Μόνο που δεν τον βρίζει έξαλλη μέσα από το τζάμι που τους χωρίζει. Ο πελάτης αποχωρεί τελειωτικά. Μόλις τον έχασαν.
Ας το χρησιμοποιούν το τέλειο αυτό όπλο για να διώχνουν και τους ληστές. Νομίζω θα πιάσει. Είναι πιο αποτελεσματικό από το κουβούκλιο με το συρριστικό ήχο.
Τις κοιτάζω με απαξία και λύπη. Είναι τόσο θλιβερές. Τόσο καλά μυημένες στην Τέχνη της Αγένειας. Πάω να εξυπηρετηθώ κι εγώ, είναι 11 και κάτι το πρωί, η υπάλληλος μέσα από το γκισέ τρώει την τυρόπιτά της. Είναι η ώρα της τυρόπιτας. Κρίμα που δεν πετάει τα ψίχουλα πάνω μου, μπορούσε κι εμένα να με διώξει. Αφού δεν τους θέλουν τους πελάτες, δεν τους έχουν ανάγκη. Τους διώχνουν με όλους τους τρόπους: τσιγάρα, τυρόπιτες, αγένειες εν γένει.
Οι πελάτες δεν επιβιώνουν, ίσως πια με όλες αυτές τις ευρεσιτεχνίες της Αγένειας να μην επιβιώνουν ούτε και οι ληστές.
Και καπνίζει και καπνίζει. Έρχεται ο μπαμπάς στα τριάντα φεύγα του με το μωρό στην αγκαλιά του. Φοράει σορτς ο άνθρωπος, κρατάει στη μία αγκαλιά το μικρούλι και στο άλλο χέρι μόνο τα κλειδιά του. Α, φοράει και μια "μπανάνα" στη μέση με τα λεφτά. Για κακή του τύχη χτυπάει ο ρημαδιασμένος συναγερμός στην πόρτα-κουβούκλιο και δεν μπορεί να μπει να κάνει τη δουλειά του (το ίδιο κατάστημα είναι που πριν από μήνες η Σεκιουριτού μου έλεγε να βγάλω τη ζώνη μου γιατί "χτυπάει" -σιγά μην ξεβρακωθούμε κιόλας για να εξοφλήσουμε ένα λογαριασμό). Αδειάζει με το ένα χέρι την τσέπη του σορτς (πόσα όπλα να χωρέσει εκεί μέσα;), αλλά δεν μπορεί να βγάλει και την "μπανάνα" από τη μέση. Θα του πέσει το παιδί, αν το επιχειρήσει. Η Σεκιουριτού καπνίζει. Όταν την παρακαλεί να τον βοηθήσει, εκείνη του λέει σαν χαλασμένο κασετόφωνο ότι αν δεν περάσει μέσα από το συναγερμό της πόρτας, δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί. Πολιτική της τράπεζας. Κανονισμός. Σιγά μην είναι και κανονιονισμός... Έχει εντολή. Κι εγώ έχω εντολή εξόφλησης. Ξοφλήσατε!
Απηυδησμένος αποχωρεί ο άνθρωπος, αλλά έχει ανάγκη τη συναλλαγή, γιατί το ATM είναι χαλασμένο. Επιστρέφει και την παρακαλεί να περάσει. Ακούει τη στιχομυθία η Διευθύντρια του καταστήματος (ε, λέω, πια θα τον αφήσουν να μπει, αφού παρεμβαίνει και η Διευθύντρια- κούνια που με κούναγε). Παρενέβη για να υποστηρίξει την καλογυμνασμένη στην αγένεια Σεκιουριτού. Ο νεαρός άνδρας παραπονιέται για την αγένεια αρχικά της Σεκιουριτούς. Καλά. Μετά θα έχει να παραπονιέται για την αγένεια της Διευθύντριας. Μόνο που δεν τον βρίζει έξαλλη μέσα από το τζάμι που τους χωρίζει. Ο πελάτης αποχωρεί τελειωτικά. Μόλις τον έχασαν.
Ας το χρησιμοποιούν το τέλειο αυτό όπλο για να διώχνουν και τους ληστές. Νομίζω θα πιάσει. Είναι πιο αποτελεσματικό από το κουβούκλιο με το συρριστικό ήχο.
Τις κοιτάζω με απαξία και λύπη. Είναι τόσο θλιβερές. Τόσο καλά μυημένες στην Τέχνη της Αγένειας. Πάω να εξυπηρετηθώ κι εγώ, είναι 11 και κάτι το πρωί, η υπάλληλος μέσα από το γκισέ τρώει την τυρόπιτά της. Είναι η ώρα της τυρόπιτας. Κρίμα που δεν πετάει τα ψίχουλα πάνω μου, μπορούσε κι εμένα να με διώξει. Αφού δεν τους θέλουν τους πελάτες, δεν τους έχουν ανάγκη. Τους διώχνουν με όλους τους τρόπους: τσιγάρα, τυρόπιτες, αγένειες εν γένει.
Οι πελάτες δεν επιβιώνουν, ίσως πια με όλες αυτές τις ευρεσιτεχνίες της Αγένειας να μην επιβιώνουν ούτε και οι ληστές.