Επώδυνη ισορροπία στην ακμή του φόβου

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 14/6/2008)

«…Δεν με ενοχλούσε η ιδέα να μαρτυρήσω τις κρυφές ιστορίες του Γουίντ Γκαπ στον Ρίτσαρντ. Ήταν το μέρος όπου είχε πεθάνει η αδερφή μου, το μέρος όπου είχα αρχίσει να χαρακώνομαι. Μια πόλη τόσο μικρή και ασφυκτική που έπεφτες καθημερινά πάνω σε ανθρώπους που μισούσες. Ανθρώπους που ήξεραν πράγματα για σένα. Ήταν το είδος του μέρους που σου αφήνει σημάδια…»


Μια στυφή γεύση μετάλλου καρφώνεται στον ουρανίσκο του αναγνώστη, διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Αιχμηρά αντικείμενα» της Τζίλιαν Φλιν που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση από τη Γωγώ Αρβανίτη. Το ξυράφι του εξωφύλλου έρχεται και καρφώνεται στη σκέψη σου. Τη σημαδεύει με επιμονή. Τέμνει και ανατέμνει την ψυχή σου, χρησιμοποιώντας τα τερτίπια του φόβου, της αγωνίας, της συνεχούς ανατροπής. Η νεαρή συγγραφέας, τηλεκριτικός στο επάγγελμα στο αμερικανικό περιοδικό «Entertainment weekly», κατορθώνει με μια εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα να αιχμαλωτίσει τον αναγνώστη της. Γίνεσαι δέσμιος της υποβλητικότητας της γραφής της, της αμεσότητάς της, της ευκολίας της να δημιουργεί, να αναδομεί και στη συνέχεια να ανασυνθέτει ψυχικά τοπία* ψυχικά τοπία με βάθος και ένταση, με νόημα και υπόβαθρο, με λόγο ύπαρξης και μάλιστα σοβαρό.

Ο συντηρητικός αμερικανικός Νότος, φτωχός στο πνεύμα και βυθισμένος στη μακαριότητα που του προσφέρουν τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις του, γίνεται το ιδανικό φόντο για να διαδραματιστεί η αστυνομικού ενδιαφέροντος ιστορία της Φλιν. Η δημιουργός στήνει την πλοκή του βιβλίου της γύρω από τους φόνους δύο μικρών κοριτσιών. Η πρωταγωνίστρια, η δημοσιογράφος Καμίλ Πρίκερ, με καταγωγή από την περιοχή που λαμβάνουν χώρα τα εγκλήματα, αναλαμβάνει να καλύψει δημοσιογραφικά την υπόθεση και εντέλει να την εξιχνιάσει. «…Τα προβλήματα πάντα ξεκινάνε πολύ πιο πριν απ’ όταν τα βλέπεις, απ’ όταν τα βλέπεις πραγματικά…». Η επιστροφή της στα πάτρια εδάφη είναι μια ακόμη πιο οδυνηρή ιστορία από εκείνη που έχει να ξεδιαλύνει. Τα σημάδια, οι πληγές στην ψυχή και το σώμα της από την οικογενειακή δυστυχία της νέας γυναίκας έρχονται και ανοίγουν* στην κοινή θέα του μικρού τόπου που έχει θρέψει το προσωπικό της δράμα και φιλοξενεί μια τραγωδία ακόμα. «…Όλοι ξέρουμε ο ένας τα μυστικά του άλλου. Και όλοι τα χρησιμοποιούμε…».

Η Τζίλιαν Φλιν ιχνηλατεί με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο -χωρίς διδακτισμούς και ηθικοπλαστικές ρητορείες, αλλά με μια ιστορία δυνατή πειστική και αντιπροσωπευτική των διαστάσεων που λαμβάνει η βία καθημερινά σ’ αυτό τον παγκοσμιοποιημένο χάρτη της οδύνης για το σύγχρονο κόσμο- τους δρόμους που ακολουθεί το Κακό και ριζώνει στις ψυχές των ανθρώπων, όταν η αγάπη εκλείπει. Όταν η αγάπη απεμπολείται καταρχάς από την οικογένεια, αυτό το κουκούλι που μπορεί να βγάλει λαμπερές, ανεξάρτητες και όμορφες πεταλούδες, αλλά που μπορεί και να δημιουργήσει μαραζωμένες άσχημες και για πάντα νεκρές προνύμφες. Η κεντρική ηρωίδα βασανίζεται από τους δαίμονες που φρόντισαν να δημιουργήσουν για κείνη άλλοι πριν την έλευσή της σε αυτόν τον κόσμο. «…Πάντα αισθάνομαι λύπη για το κοριτσάκι που ήμουν, γιατί ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι η μητέρα μου θα μπορούσε να με παρηγορήσει. Ποτέ δεν μου έχει πει ότι μ’ αγαπάει και ποτέ δεν υπέθεσα κάτι τέτοιο…».

Ο ρυθμός της αφήγησης είναι γρήγορος, κοφτός, εξυπηρετεί την εξέλιξη της ιστορίας, χωρίς να της αφαιρεί σε λογοτεχνικότητα. Η Φλιν σε πείθει από την αρχή ότι σου έχει δώσει με φειδώ ορισμένα στοιχεία, ώστε αν νιώθεις λίγο «ψαγμένος» αναγνώστης, να νομίζεις ότι σου έκλεισε το μάτι πονηρά και έχεις ήδη ανακαλύψει το δολοφόνο. Πρόκειται περί τέλειας πλάνης. Μόλις στις τελευταίες σελίδες ανατρέπει όλο το σκηνικό που έχει στήσει με μαεστρία. «…Όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια στιγμή που η ζωή μας εκτροχιάζεται…». Εκείνο που δεν αλλάζει είναι τα θύματα που φέρουν στην «ούγια» τους και τα χαρακτηριστικά του εν δυνάμει θύτη. Εξαρτάται από το περιβάλλον, τις συνθήκες και τους ανθρώπους που θα βρεθούν γύρω του για να του επιτρέψουν, να τον ενθαρρύνουν ή τελικά να τον αποτρέψουν από το να συνεχίσει τον κύκλο του αίματος. Η αγάπη και η τεράστια δύναμή της αποθεώνονται στο μυθιστόρημα της αμερικανίδας συγγραφέως, ακριβώς γιατί αναδύονται μέσα από την πλήρη σχεδόν επικράτηση του Κακού. Σχεδόν. Εκεί βρίσκει μια τόση δα χαραμάδα το Καλό και παρεισφρέει ευεργετικά. Στην κόψη του νήματος. Ίσα που προλαβαίνει να υπάρξει ως καταπραϋντική κομπρέσα για τα τραύματα που κακοφορμίζουν. «…Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω από πού πήρες αυτή τη ροπή προς την ασχήμια. Έχεις αρκετή στη ζωή σου, δεν χρειάζεται να την αναζητάς κι αλλού…».

Και αυτή είναι όλη η ομορφιά του βιβλίου. Δεν ωραιοποιεί τίποτα η συγγραφέας. Σου πετάει στα μούτρα όλους εκείνους τους άρρωστους οικογενειακούς δεσμούς, εμβαθύνοντας στη συμπτωματολογία τους με κομψό και μετρημένο τρόπο. Διαχειρίζεται το υλικό της με οικονομία τέτοια που της εξασφαλίζει την αρμονία, αλλά και την αμέριστη προσοχή του αναγνώστη της. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τον πόνο και την οδύνη των ηρώων, αλλά σε μπάζει μέσα από την πίσω πόρτα. Τι εννοώ: δεν γίνεται μελό ούτε επιχειρεί να αποσπάσει εύκολη συγκίνηση, παρά σου περιγράφει ξερά τα πιο συγκλονιστικά συναισθήματα και τις πιο απεχθείς πράξεις, φορτίζοντάς τες μόνο με μικρές καθημερινές λεπτομέρειες, εκείνες ακριβώς που χρειάζονται για να σου επιτείνουν την αναγνωστική ένταση. Η σκληρότητα, η οξύτητα, η αιχμηρότητα κατοικούν δίπλα δίπλα με την αγάπη. Μόνο η τελευταία μπορεί να απαλύνει τις αμυχές που προκαλεί η πρώτη. Ο σωματικός έρωτας κι εδώ παίρνει τη μορφή πράξης απόγνωσης, απελπισίας, απόδειξη επιβίωσης και υποκινείται από ένα μακάβριο ένστικτο αυτοσυντήρησης. Η σάρκα της πρωταγωνίστριας βάλλεται με τον ίδιο τραγικό τρόπο που έχει καταρρακωθεί η ψυχή της. «…Η κάθε φράση έπρεπε να αποτυπωθεί στο χαρτί, αλλιώς δεν θα ήταν πραγματική, θα χανόταν… Ήμουν συντηρητής του προφορικού λόγου…». Η αυτοκαταστροφή είναι μια τελευταία καταφυγή, μια φωνή διαμαρτυρίας, η ισχυρότερη που μπορεί να αρθρώσει η Καμίλ Πρίκερ, δέσμια των φαντασμάτων του παρελθόντος που ζωντανεύουν και γίνονται ο χειρότερος εφιάλτης του παρόντος της. «…Είναι αδύνατον να ανταγωνιστείς τους νεκρούς. Μακάρι να μπορούσα να σταματήσω να το προσπαθώ…». Η βία ιδίως εκείνη που αναπτύσσεται στις τρυφερές ηλικίες των παιδιών και παρατηρείται τόσο συχνά στην αμερικανική –και όχι μόνο βέβαια, αλλά εκεί λαμβάνει φρικώδεις διαστάσεις- κοινωνία, αποκαλύπτει τη νοσηρότητα ενός κόσμου που η οικονομική ευμάρεια δεν μπορεί να του εξασφαλίσει καμιά ευτυχία.