Αγνές προθέσεις

Ένα από τα όπια του λαού είχε κάνει καλά τη δουλειά του για άλλη μια φορά. Είχε κλείσει την κουρτίνα να μην δουν οι πολλοί τι συμβαίνει. Άλλωστε πόσο τους αφορά η ήττα ενός νυχτωμένου στους δρόμους από τη νίκη ή την ήττα σε ένα αλαλάζον και απαστράπτον γήπεδο; Το παχύ χορτάρι θρέφει τη μακαριότητά τους. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι.
Αλλά και το χορτάρι να μην ήταν, ποιος θα άφηνε την αγαπημένη του βόλτα, το αγαπημένο του σίριαλ, τέλος πάντων το κάτι τι αγαπημένο του να χάσει τη ζαχαρένια του όψη μπροστά στην επιτακτική ανάγκη του άλλου για επιβίωση; Να μην φτάσω στην επιτακτική ανάγκη του άλλου για αγάπη. Ζητάω πολλά και δεν έχω να δώσω για να τα αποκτήσω, φαίνεται.
Η γυναίκα και η σκιά της κι απόψε θα είναι εκεί ή κάπου αλλού. Οι δύο γνώριμοι, με τη γνώση της ματαιότητας της ανθρωπιάς τους, θα είναι κι εκείνοι κάπου αλλού. Και το χορτάρι θα είναι εκεί αμετακίνητο να χαϊδεύει τις πτώσεις, να κατευνάζει τις ήττες. Μπάλα είναι και γυρίζει. Μα, καλά γιατί δεν γυρίζει για όλους; Γυρίζει μόνο για τους πάνω και όχι για κείνους που είναι κάτω πεσμένοι, πιο κάτω και από το πράσινο γυαλιστερό και θωπευτικό χορτάρι.