Όπου φύγει φύγει - Φυγείν αδύνατον

Στα πενήντα φεύγα του, με λευκό κεφάλι πια, ξεστομίζει μια χούφτα λέξεις προς το νεαρό παλικαράκι απέναντί του, με απόγνωση: "Ρε φίλε, δουλειά ψάχνω, μήπως ξέρεις τίποτα;".

Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός και η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνουν. Στην εικονική οικονομία που η πραγματικότητα αδυνατεί να συλλάβει. Οι γραμμές με μετοχές και αριθμούς τρέχουν καλπάζοντας στις οθόνες των χρηματιστηριακών αγορών όλου του κόσμου. Αναβοσβήνουν σταφταλίζοντας, καθρεφτιζόμενες στα μάτια των "νικητών" που γυαλίζουν. Για πόσο ακόμα; H ξέφρενη κούρσα των ανυποψίαστων pixels πού "κρασάρει"; Οι ηττημένοι, από την πείνα, δεν έχουν όραση να δουν την ίδια τη φρίκη.

Τυφλώθηκε ο Οιδίποδας.

Οι ώρες εργασίας, λέει, αυξάνονται, δηλαδή πού πάνε; Ξεπερνούν τις 24 ώρες το 24ωρο; Ποιος Θεός του Χρόνου μπορεί να το κάνει αυτό; Ύβρις-Άτη-Δίκη, αγαπητοί μου. Έλεος, φόβος και κάθαρση.
Ποιος θα είναι εκείνος που θα απομείνει θεατής να την απολαύσει την κάθαρση;