Έκοψες το Μάρτη

μόλις, από το χέρι σου.

Μόλις κατάλαβες ότι τελείωσε ο μήνας
που μαζί με τους Αύγουστους
θα σέρνει τη ζωή σου.

Πήρες το χαρτοκόπτη απ' το συρτάρι και τεμάχισες τις καημένες κλωστούλες.
Λευκό και κόκκινο.
Πάντα κλείνεις προς το λευκό της ενοχής.
Το κόκκινο το θες καλύτερα κρυμμένο μέσα σε πολύ πράσινο.

Παπαρούνες οι μέρες γέμισαν τους δρόμους τριγύρω
από τις πορείες που παίρνεις.
Ήρθε το τρένο και σε βρήκε.
Καθώς ήθελες.
Περίμενες βέβαια.
Καλώς.

Ανεμώνες πουλάνε στη γωνία.
Μαραμένες.
Μαδημένες.
Σε κοροϊδέψανε πάλι
και πλήρωσες
τρία ευρώ
για αέρα κοπανιστό.
Για την άνοιξη που φέτος ξεκαθάρισε το τοπίο.

Το Μάρτη τον έκοψες
και δεν τον έκαψες.
Δεν θα σουβλίσετε το Πάσχα.
Λόγω πένθους.
Άρα έπρεπε να τον τελειώσεις εδώ το μήνα, καθώς σε βολεύει.

Ένα μνήμα με το όνομά σου πάνω.
Μάρτιος του 2008.
"Να την κλείσετε καλά", παράκληση.
Έφυγες.

Μαζί με τις κλωστούλες τις χαρμόσυνες του Μάρτη.
Παραλίγο να κόψεις τη φλέβα σου με τον κόπτη.
Χάρτινη κι αυτή σαν τη ζωή.
Μελό θα έλεγαν άμα σε βλέπανε τραυματισμένη.
Δεν σε είδαν όμως.

Το μελό σου το πήρα εγώ
μόνο που το ξέρω.
Και κοροϊδεύω.
Το.

Έχεις το νόμισμα
για να περάσεις απέναντι.
Το κύλησα δίπλα σου.
Πιάστο και φύγε.
Να προλάβεις.
Τους άλλους.
Μην πας και τον βρεις στο είπα.
Άστον ήσυχο.
Πλήρωσα για τον αέρα σου.
Κοπάνα την.

Το Μάρτη μήνα
τον έκοψες στα δυο.

Κόκκικο
Λευκό


Στη μνήμη της Σ.Σ.