Μαύρο χιούμορ και ποπ κουλτούρα σε ένα μυθιστόρημα μυστηρίου
«…Οι ασθενείς μου είναι αγχώδεις, σφιγμένοι εξαιτίας των νευρώσεών τους. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τον διανοητικό κόσμο τους. Είναι ένας εφιάλτης. Ο Μπόουι τους προσφέρει μία πνοή οξυγόνου. Τους αποδεικνύει ότι δεν κινδυνεύει η ζωή μας όταν ανοιγόμαστε στους άλλους, δείχνει τη δύναμη των λέξεων και της μουσικής σε ανθρώπους που έχουν πάψει να επικοινωνούν…»
Μία ψυχίατρος που κατά τη δική της ομολογία διέπραξε «το χονδροειδές σφάλμα» να αναμείξει επαγγελματική και ιδιωτική ζωή. Αν μπορούμε να μιλάμε για σφάλμα ή καλύτερα για εγκληματική έμπνευση* ή μήπως όχι; Άλλωστε «κάθε έγκλημα έχει τον αυτουργό του, όπως σε αυτές τις σχολικές ασκήσεις όπου πρέπει να συνδέσει κάποιος το υποκείμενο και το ρήμα». Η Μαριάν, η πρωταγωνίστρια στο μυθιστόρημα της Pascale Rerroul, με τίτλο «O γιατρός συνιστά David Bowie» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, σε μετάφραση από τη Μαριλένα Καρρά, είχε μια φαεινή ιδέα –που διόλου φαεινή δεν αποδεικνύεται τελικά: να πάει μια ομάδα ψυχοθεραπείας ασθενών της στο ρωμαϊκό αμφιθέατρο της Νιμ για να παρακολουθήσουν όλοι μαζί μια συναυλία του Ντέιβιντ Μπόουι. «…Ορισμένα άτομα, που τα τρέλανε η ζωή, αποφάσισαν να αποτρελαθούν: θέλουν να θεραπεύουν τους τρελούς…»
Και οι έξι περιπτώσεις των ασθενών της που συγκροτούν αυτή την ιδιόμορφη ομάδα, στην ουσία δύο άτομα με μανιοκαταθλιπτικές ψυχώσεις, μία με ανορεξία, μία μυθομανής, ένας με παράνοια και ένας με σχιζοφρένεια, δεν κατορθώνουν με τίποτα να συγχρωτιστούν για να καταφέρει να λειτουργήσει πάνω τους η ομαδική ψυχοθεραπεία. «…Λένε ότι στο σχολείο το επίπεδο πέφτει. Στο νοσοκομείο συμβαίνει το αντίθετο, αν κρίνω από την ποιότητα των ασθενών μου: ο ένας πιο τρελός, αλλά και πιο επινοητικός από τον άλλον…» Μέχρι τη στιγμή, βέβαια, που η ψυχίατρος επιχειρεί –απονενοημένα, όπως φαίνεται- να τους δημιουργήσει μια κοινή εμπειρία, ώστε να έχουν αναμνήσεις για να μπορούν να συμμετέχουν πιο ενεργά στις θεραπευτικές συνεδρίες.
«…Η ιδέα ήταν ότι μία βραδιά με τον Μπόουι έπρεπε να αποδείξει την αξία της. Ότι όφειλε να ξεκινήσει ως συλλογικός εφιάλτης, πριν μεταβληθεί σε ιδιωτικό όνειρο…» Η υπόθεση του βιβλίου ξεκινά, στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που αυτή η ομαδική εμπειρία της συναυλίας εξελίσσεται σε έναν πρώτης τάξεως εφιάλτη: την εξαφάνιση αρχικά και την ανακάλυψη του πτώματος, στη συνέχεια, ενός αγοριού του Ντίλαν . «…οι περισσότεροι ασθενείς μου κουβαλούσαν μέσα τους νεκρά πράγματα, όλων των ηλικιών και όλων των ειδών…»
Η σκοτεινή αυτή ιστορία παρουσιάζεται από τη συγγραφέα με τέτοιο σαρωτικό χιούμορ, σαρκασμό και ειρωνεία που ο αναγνώστης αναρωτιέται αν μπορεί να γελά ή να μειδιά με ένα τόσο σοβαρό θέμα. Η σφριγηλή γραφή, ο γρήγορος ρυθμός του κειμένου που δεν σε αφήνει να πλήξεις –ούτε καλά καλά να σκεφτείς ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος, γιατί τελικά πρόκειται για ένα μοντέρνο μυθιστόρημα μυστηρίου- είναι από τα μεγάλα ατού της Pascale Ferroul, η οποία ευτύχησε στα ελληνικά, να μη χάνεται το μπρίο και η δυναμική της γραφής της. Αν και η συγγραφέας χρησιμοποιεί κλισέ –άλλωστε είναι δημοσιογράφος η ίδια και είναι αρκετά δύσκολο πάντα για ένα δημοσιογράφο να απαλλαγεί από αυτά- είτε ιδεολογικά είτε της καθημερινότητάς μας, κατορθώνει να τα μεταχειριστεί με τέτοιον τρόπο, ώστε τα μεταστρέφει απολύτως και αφήνει τον αναγνώστη να απολαύσει όλα εκείνα τα διανοητικά άλματα που οδηγούν σε ευφυολογήματα-κοσμήματα που ξεκουράζουν στο ξετύλιγμα της πλοκής.
Το εύρημα αυτό με τη μουσική και την καλλιτεχνική οντότητα του Ντέιβιντ Μπόουι σίγουρα το απολαμβάνουν ιδιαίτερα οι θαυμαστές του, καθώς το χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά στην εξέλιξη της ιστορίας της η Pascale Ferroul. «…Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Μπόουι τους έβγαζε όλους εκτός εαυτού, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, σε τέτοιο βαθμό ώστε άρχιζε να σχηματίζεται μπροστά στα μάτια μου ένα αληθινό μικρό πλήθος από αγνώστους…» Η συγγραφέας η οποία έχει ήδη γράψει δύο ακόμη αστυνομικά μυθιστορήματα και έχει τιμηθεί κιόλας ως πρωτοεμφανιζόμενη το 2004, κρατάει αναμφισβήτητα την αγωνία του αναγνώστη μέχρι και την τελευταία αράδα του κειμένου. Καταφέρνει να παγιδέψει τον αναγνώστη της, χρησιμοποιώντας το αρκετά δύσκολο και δυσλειτουργικό στην αφήγηση πρώτο πρόσωπο, αλλάζοντας όμως την ταυτότητα του αφηγητή κάθε φορά. Με το παιχνίδι των ταυτοτήτων πετυχαίνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον μέχρι κυριολεκτικά το τέλος. Έχει τη δυνατότητα, αφού αξιοποιεί το έμψυχο δυναμικό της ομάδας ψυχοθεραπείας, τη Λιζ, την Πάολα, τη Νόρα, τον Ετιέν, το Μάρτιν και το Ρισάρ και φυσικά την ίδια την ψυχίατρο Μαριάν. «…η αγάπη για τα παιδιά μας είναι ένα αδιέξοδο. Η αγάπη για τα παιδιά μας στρέφεται εναντίον μας διότι μας υπαγορεύει να τα βοηθούμε να μας ξεπεράσουν. Αυτός είναι ο αδυσώπητος κανόνας…»
Αυτό που κερδίζει ο αναγνώστης είναι διασκέδαση και ψυχαγωγία από το εν λόγω μυθιστόρημα, χωρίς να στερείται λογοτεχνικότητας το κείμενο, αν και προσπαθεί και το καταφέρνει να μοιάσει στον τίτλο του και να είναι ποπ το ανάγνωσμα, όπως και ο Ντέιβιντ Μπόουι. Το σάουντρακ του βιβλίου ανήκει εύλογα στον ίδιο καλλιτέχνη, όπως και το νευρώδες τέμπο της γραφής, πολλώ δε μάλλον το εντυπωσιακό και ανατρεπτικό τέλος του βιβλίου που κερδίζει στην κόψη του νήματος τον τίτλο του μυθιστορήματος μυστηρίου, αφού στην εκπνοή του κειμένου, κόβει πραγματικά την ανάσα του αναγνώστη, αν και τον αφήνει κάπως μετέωρο με την μεταμοντέρνα επιλογή της λήξης της ιστορίας.