Τα παιχνίδια της …μοίρας και η «κρεατομηχανή» του θεάματος

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 8/3/2008)
«…Από τότε, Έκτωρ, που με εγκατέλειψε η αρμονία του κόσμου της μουσικής, άρχισαν ν’ αντηχούν μέσα μου οι αιχμηροί ήχοι του πραγματικού κόσμου, εκείνοι που διαπερνούσαν τη μήτρα της μητέρας όσο πλησίαζε η ώρα να γεννηθώ…»


Ο πόλεμος των Έξι Ημερών -όχι κυριολεκτικά, αλλά μεταφορικά- στη ζωή ενός ανθρώπου* οι έξι καθοριστικές ημέρες στην πορεία ενός πολύ ταλαντούχου άνδρα και το πώς πολεμάει να φτιάξει ή να χαλάσει την Τύχη του κάθε φορά, αποτελούν τον ιστό –όχι και τόσο συνεκτικό στα μάτια του αναγνώστη τουλάχιστον- που πλέκεται η ιστορία για την Τύχη και τα προσωπεία που εκείνη φοράει και μεταμορφώνεται πότε σε Ευτυχία και πότε σε Δυστυχία. Η αιώνια διελκυστίνδα.
«…Εγώ μαντεύω τη ζωή τους, αποφεύγοντας τη δική μου…», λέει ο ήρωας της Λίας Μεγάλου-Σεφεριάδη στο μυθιστόρημα «Έξι φορές η Τύχη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, αφήνοντας τη φωνή της συγγραφέως να διαρρεύσει. Αν και πρόκειται για ένα βιβλίο που ατυχώς οι «ραφές» της πλοκής και οι «σκαλωσιές» της δομής αποκαλύπτονται σε ορισμένα σημεία στα μάτια του αναγνώστη, με αποτέλεσμα το λογοτεχνικό οικοδόμημα να χάνει στα σημεία, η βαθιά ανθρώπινη φωνή της δημιουργού του σε γοητεύει να διαβάσεις την ιστορία* την ιστορία του Θεόδωρου που, όπως λέει και το όνομά του, έχει ευνοηθεί με το δώρο μιας φωνής θεϊκής. Ένα «κλειδί» που θα τον οδηγήσει στην κορυφή του πλούτου και της δόξας από τη μία –όχι χωρίς κόπο ή κόστος- και θα τον φέρει από την άλλη, πάλι στις παρυφές της ίδιας πυραμίδας: στο μηδέν. «…περπατώ ξανά στους δρόμους, ξεχερσώνοντας μέρα τη μέρα τη ζωή μου, γεμάτη πέτρες, ασπάλαθους, αγκάθια κάθε λογής…»

Αν και ο σκελετός του βιβλίου χρησιμοποιείται ήδη από τα περιεχόμενα κιόλας ως εύρημα για το ξεδίπλωμα της ιστορίας, η ιδέα δεν είναι επιτυχημένη, καθώς δεν σου μένει στη μνήμη καμία από τις ημέρες που άλλαξαν τη ζωή του ήρωα, ούτε βοηθά αυτή η διάταξη την πλοκή να εξελιχθεί. Ο αφηγηματικός χρόνος συχνά αποδεικνύεται ρευστός και διατρέχεται η ζωή του πρωταγωνιστή με ένα τρόπο που καταντά κάποτε επιπόλαιος ή πληκτικός. Εκείνα που χάνει, βέβαια, η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη σε αυτό το επίπεδο –ίσως μια εμπνευσμένη περαιτέρω επιμέλεια στο κείμενο να το είχε βοηθήσει αποτελεσματικά- τα κερδίζει σε λογοτεχνικότητα* στον τρόπο που κυλάει ο λόγος*«…Η φύση του ανθρώπου είναι ιδιοκτητική και οι αντωνυμίες του αρπαχτικές…»* στη ζωντανή περιγραφή από τον ήρωα μιας εποχής μέσα από τα βιώματά του. Ωστόσο, τα συνδετικά, τρόπον τινά, σχήματα για την αφήγηση –αυτή η ιδέα να απευθύνεται ο ήρωας στο σκύλο με το όνομα Έκτωρ- «ξεκουρδίζουν» την αρμονία, διακόπτουν άκομψα το μονόλογο του Θεόδωρου που επιλέγει σε πρώτο πρόσωπο να πει τη ζωή του. «…εγώ, ο παρείσακτος, ο πάμπτωχος, ο παρακατιανός…» Στέκομαι σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες της γραφής, γιατί ακριβώς αποσυντονίζουν την ανάγνωση, θέτοντάς της μικρούς σκοπέλους, αλλιώς θα μιλούσα μόνο για τον ήρωα και τα παθήματά του που με κέρδισε με την ανθρωπιά του* τη γλυκιά και ηθελημένη του αφέλεια και καλοσύνη που χάνεται σιγά-σιγά στις μέρες μας, που εκλείπει λόγω εκούσιας ιδιοτέλειας. «…Έδειχνα τόσο αθώος, που θεωρήθηκα ύποπτος…»

Γιατί τον χάρηκα τον ήρωα της Σεφεριάδη, ακόμη κι αν μοιάζει στις μέρες μας εξωπραγματικός. Ξέρω ότι δεν είναι. Κι είναι μεγάλο αποκούμπι ελπίδας αυτό, να ξέρεις ότι η ανθρωπιά ανθεί, έστω και στα κρυφά, έστω και σχεδόν παράτυπα. «…Χωρίς την οδύνη, οι άνθρωποι θα ήτανε αβίωτοι…» Πραγματικά ο βίος μας θα ήταν αβίωτος, χωρίς αυτή τη βαθιά και καταλυτική παραμυθία. Όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας, «…Χάρηκα για το απομεινάρι της αθωότητας, που όσο τη χάνουμε, τόσο πιο κλειστοφοβική γίνεται η ζωή μας…». Την έχουμε ανάγκη την αθωότητα.

Στη διαδικασία της γραφής, ωστόσο, αυτή η αθωότητα είναι σχεδόν περιττή ή ακόμη κι επικίνδυνη, να σε ρίξει σε ξέρα, αφού μόνο με ενορχηστρωμένη μαεστρία ισορροπούν οι λέξεις ή βγαίνουν γοητευτικά στο περιθώριο και πιάνουν τον αναγνώστη από την ψυχή του και τον σφίγγουν, μέχρι να τους παραδοθεί λυτρωτικά.

Ο θάνατος, η ζωή, η φτώχεια, ο πλούτος, ο έρωτας, η αδυναμία να αντιδράσει κανείς στην ευτυχία ή τη δυστυχία του είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη θεματολογία της ποιητικότητας στη σκέψη και τη γραφή της συγγραφέως. Αυτή η ποιητικότητα είναι που γοητεύει τον αναγνώστη και τον κάνει να παραβλέπει τα ορατά στημόνια και τα υφάδια αυτής της πλεγμένης ιστορίας* μιας ιστορίας που μοιάζει βγαλμένη από τα περιοδικά δύο δεκαετιών πίσω, αλλά που οι άνθρωποί της είναι ανθρώπινοι με τα πάθη, τα λάθη και τις αδυναμίες τους, με τις δυσκολίες και τα ευεργετήματα αυτού του αστάθμητου Τυχαίου που παρεμβαίνει στις ζωές και τις μεταβάλλει καταπώς θέλει εκείνο. Στους ήρωες μένει ο πόλεμος, η μάχη, το ταξίδι, η διαδικασία, η νίκη ή ήττα, με τους χυμούς και την αρμύρα τους, με τη γλύκα και την πίκρα, με τα κέρδη και τις απώλειες.