«Γράφω περισσότερο με τους κανόνες της μουσικής παρά του συντακτικού»

(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Σάββατο 26/1/2008 στη Φιλολογική Βραδυνή)

Σε ακμές μαγειρικές και συγγραφικές ακροβατεί με χάρη –όχι με την παραδοσιακή πένα, αλλά με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή της- η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, κατά τον κόσμο του Διαδικτύου ο «Αθήναιος» (http://www.greekgastronomer.com/). Η ανδρική αυτή περσόνα, στους διαδρόμους των προσωπικών ιστολογίων, έγινε γνωστή όχι μόνο για τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής της που μπερδεύει αρμονικά -και απολαυστικά για τον αναγνώστη- τη γαστρονομία μέσα στα «χωράφια» της κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης, τη λογοτεχνία, τη μουσική και την αρχαιολογία με τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, αλλά και για το ότι πίσω από τον αλαζόνα αυτό εστέτ μεσογειακό μάγειρα που καυτηριάζει πτυχές του σύγχρονου life style και την επικαιρότητα, κρύβεται μια εξαιρετικά ευφυής και καλλιεργημένη νέα γυναίκα. «…τις φράουλες σπίτι συνήθως τις τρώω πασπαλισμένες με μαύρο πιπέρι, μια γεύση που αποτελεί τη συνισταμένη της κοσμοθεωρίας μου σε πολλά πράγματα. Δε μου αρέσουν τα άκρα, αλλά με εξιτάρουν οι κόψεις… Εκεί που σταματούν τα όρια ή η επικράτεια του ενός και αναλαμβάνει το άλλο. Η φράουλα με το πιπέρι βρίσκεται στην κόψη της γλύκας με την αψάδα του πιπεριού, της φρεσκάδας του φρούτου με τη γήινη γεύση του μπαχαρικού, του κόκκινου με το μαύρο…»Τα κείμενά της κέρδισαν φανατικούς αναγνώστες στη διαδικτυακή της διεύθυνση, προσφέροντας αναγνωστική τέρψη ακόμη και σε κείνους που δεν είχαν καμία σχέση με την κουζίνα και τις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται εντός της. Μια επιλογή από τις ιστορίες της αυτές εκδόθηκε από τον Πατάκη και κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΒΟΡΒΟΡΥΓΜΟΙ-Ιστορίες γεύσεων ενός μεσογειακού μάγειρα» σε εικονογράφηση ευρηματική και μοντέρνα του Μανώλη Ζαχαριουδάκη. Τον Αθήναιο τον γνώρισα κάπου εκεί στις αρχές του 2006 περιηγούμενη κι εγώ στα ιστολόγια. Κατάφερε να με συγκινήσει πολλές φορές μ’ αυτόν το χαρακτήρα του εβραϊκής καταγωγής άθεο είρωνα μάγειρα που είχε πλάσει και που βούταγε τα χέρια του στη λογοτεχνία με την ίδια ευκολία, κομψότητα και κοφτερή κριτική ματιά που ανακάτευε τα υλικά των φαγητών στις κατσαρόλες του. Κι όλα αυτά με ένα χιούμορ που κατορθώνει να απαλύνει ή να οξύνει τις λεπτομέρειες αυτές της καθημερινής πραγματικής μας ζωής που μας θυμίζουν πόσο άνθρωποι είμαστε ή οφείλουμε να είμαστε.
Το πιο συγκινητικό για μένα αναγνωστικά ήταν ότι οι ιστορίες της έστεκαν το ίδιο δυναμικές για την ψυχή και το μυαλό τυπωμένες στο αμείλικτο χαρτί. Ο Αθήναιος δεν είχε χάσει τίποτα από τη σφριγηλή του προσωπικότητα και ξέφευγε από την άκρη της σελίδας να χαμογελά με ένα λοξό μειδίαμα για όλη αυτή την ακόλαστη μαγειρική που ζούμε όλοι και λέγεται πολύ απλά: ζωή. «…Εάν κάτι την «έδινε» στο μεγάλο Πλάτωνα, αυτό ήταν σίγουρα οι μάγειροι. Από τη μία, αναγνώριζε το πολυεπίπεδο και πολυσχιδές του επαγγέλματος, αλλά, από την άλλη, τους κατηγορούσε ότι προήγαν την ακολασία…»


Τι είναι ο δικός σας σύγχρονος «Αθήναιος», λοιπόν, λογοποιός, παραδοξογράφος, δειπνολόγος, ερανιστής ή ποικιλογράφος;

Μάλλον τίποτα απ' όλα αυτά. Ο σύγχρονος Αθήναιος είναι ένας άνθρωπος που παρατηρεί τον κόσμο μέσα από «το παράθυρο της κουζίνας του» τους ανθρώπους και την ελληνική κοινωνία μέσα από την κουζίνα του κι ενώ μαγειρεύει.
Ο ιστορικός Αθήναιος συγκέντρωνε πληροφορίες συνειδητά, στη δική μου περίπτωση κάτι τέτοιο απλά προκύπτει εξάλλου η εποχή που ζούμε προσφέρει άπειρες δυνατότητες για πρόσβαση στην πληροφορία. Αναρωτιέμαι πώς θα έγραφε ο Αθήναιος αν είχε στη διάθεσή του και το διαδίκτυο πέρα από τις βιβλιοθήκες της εποχής του...

Κοινό συστατικό όλων των ιστοριών γεύσεων του μεσογειακού αυτού μάγειρα που δημιουργήσατε την περσόνα του, είναι η συγκίνηση που προκαλεί στους αναγνώστες του. Ποιες υπόγειες διαδρομές ακολουθεί ένα καλά μαγειρεμένο φαγητό, μια επιτυχώς εκτελεσμένη συνταγή, με μια καλά γραμμένη ιστορία;


Νομίζω πως και τα τρία που απαριθμείτε απαιτούν αφενός αρκετό χρόνο και αφετέρου σεβασμό προς αυτούς που τα προσφέρεις. Έπειτα, κακά τα ψέματα και η μαγειρική και το γράψιμο τελειοποιούνται με τη συνεχή εξάσκηση πάντως σίγουρα δεν εκβιάζονται. Το λέω αυτό γιατί παρατηρώ πως στις μέρες μας τόσο το μέτρο της καλλιέργειας όσο και της κοινωνικότητας κάποιου ανθρώπου κρίνεται και από την ικανότητά του να γράφει αλλά και να μαγειρεύει καλά. Σε όσους προσεγγίζουν αυτές τις δύο ενασχολήσεις έτσι, απαντώ πως σε αυτή την περίπτωση και τα δύο είναι υπερτιμημένα. Ζεις μια χαρά και χωρίς να γνωρίζεις να γράφεις ή να μαγειρεύεις.


Έχετε ένα ερώτημα στο βιβλίο: «Πόσο μαθαίνουμε τον εαυτό μας τρώγοντας;». Εγώ θα σας ρωτήσω, πόσο καλά μαθαίνουμε τον εαυτό μας μαγειρεύοντας, αλλά και γράφοντας μια ιστορία;


Θα ήθελα να απαντήσω μόνο για τον εαυτό μου γιατί ως μαγείρισσα αγαπώ τις συνταγές μαγειρικής και απεχθάνομαι τις...συνταγές ζωής. Τόσο με τη μαγειρική, όσο και με το γράψιμο ανακάλυψα τις αντοχές μου και την υπομονή που έχω. Επίσης μου δόθηκε η ευκαιρία να επανεκτιμήσω το παρελθόν μου και να «κλείσω τα τεφτέρια» υποθέσεων που είχαν μείνει εκκρεμείς από την άλλη, πάρα πολλά πράγματα μας δίνουν την ευκαιρία να στοχαστούμε πάνω στον εαυτό μας και να έρθουμε πιο κοντά στο να τον γνωρίσουμε.


Η γαστρονομία είναι μία μόνο πτυχή σας, οι άλλες είναι η αρχαιολογία, η πολιτική, η επικοινωνία, η αγάπη για τη λογοτεχνία. Τη σύνθεση όλων αυτών απολαμβάνουμε στα κείμενα του Αθήναιου, χωρίς να παραλείψω και την προτίμηση στην κλασική μουσική. Αυτός ο εστέτ χαρακτήρας, πόσο ενταγμένος αισθάνεται στην κοινωνία;


Κανείς άνθρωπος και ποτέ δεν μπορεί να ταυτίζεται πλήρως με όλα τα μέλη της κοινωνίας και πιστεύω ότι είναι χαμένος κόπος και χαμένος χρόνος το να προσπαθείς να γίνεσαι αρεστός στους άλλους. Κατά καιρούς έχω βρει αρκετούς συνοδοιπόρους, δεν έχω αισθανθεί ποτέ αποκλεισμένη ακόμη κι αν κάποια από τα γούστα μου -όπως αυτό της μουσικής για παράδειγμα- δεν ταυτίζεται με το γούστο της πλειοψηφίας. Όμως, πρέπει να παραδεχτώ πως ένιωσα πολύ άνετα στην ευρύτερη ψηφιακή κοινωνία του διαδικτύου όπου ανακάλυψα αρκετούς ανθρώπους με τα ίδια γούστα και τις ίδιες αξίες και αντιμετωπίζω με περίσκεψη όσους δηλώνουν ότι δεν βρίσκουν ανθρώπους να τους καταλαβαίνουν. Αν συμβαίνει αυτό τότε κάτι λάθος κάνουν εκείνοι και όχι οι άλλοι που δεν τους καταλαβαίνουν, αυτού του είδους οι πόζες όχι μόνο δεν με αφορούν αλλά με εκνευρίζουν κιόλας.

Στον πρόλογο του βιβλίου ξεκαθαρίζετε ότι βασιστήκατε στη λογοτεχνία για να αντιγράψετε τον «αντρικό τρόπο» στη γραφή των κειμένων σας. Ποιοι λογοτεχνικοί ήρωες σας επηρέασαν ή σας ενέπνευσαν και γιατί φυσικά τους ξεχωρίσατε;


Είχα την τύχη να γεννηθώ σ' ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και ήταν τέτοια η αγάπη μου γι’ αυτά που οι γονείς μου όταν ήθελαν να με τιμωρήσουν για κάποια σκανταλιά που είχα κάνει, μου απαγόρευαν να διαβάζω εξωσχολικά βιβλία για ένα χρονικό διάστημα γιατί ήταν το μόνο πράγμα που μου στοίχιζε πραγματικά. Από μικρή θαυμάζω δύο τύπους ανδρικών ηρώων που φαινομενικά βρίσκονται ο ένας στον αντίποδα το άλλου. Από τη μια, τον αγγλοσάξωνα τζεντλμαν, με τους άψογους τρόπους, το περίφημο αγγλοσαξωνικό χιούμορ και το φλέγμα. Από την άλλη με συγκινεί εξίσου ο χεμινγουαιϊκός ήρωας που μπλέκει σε περιπέτειες, ερωτεύεται με πάθος, ταξιδέυει και απολαμβάνει τη ζωή. Ο Αθήναιος είναι βασικώς ο Τομ Τζόουνς του Χένρυ Φήλντινγκ αλλά έχει και τις στιγμές ενός Ντάρσυ από το «Περηφάνεια και Προκατάληψη». Έχει τις εμμονές ενός Χήθκλιφ αλλά άνετα θα μπορούσε να δώσει τη ζωή του για ένα σκοπό, αν όχι για τον Ισπανικό Εμφύλιο όπως οι ήρωες του Χέμινγουαίη πάντως σίγουρα για τη Δημοκρατία και την Ελευθερία. Αυτά ως προς τον «σκελετό» πάνω στον οποίο χτίζεις ένα ήρωα, γιατί στην πραγματικότητα με συγκινεί η πολυπλοκότητα ενός Πρίγκηπα Μίσκιν, ενός Νίκολας Ούρφε (από τον «Μάγο» του Τζων Φάουλς) ή ο ημίτρελος καθηγητής Κιν που ζει απομονωμένος στη βιβλιοθήκη του (από την «Τύφλωση» του Ελίας Κανέτι).


Πόσο δύσκολο ήταν να συνθέσετε ή να «ανακαλύψετε» το δικό σας προσωπικό ύφος στη γραφή και ποιοι ήταν οι περιορισμοί που σας έθετε το ανδρικό φύλο του αφηγητή;

Είμαι επαγγελματίας κειμενογράφος και από την αρχή αποφάσισα να υιοθετήσω στο γράψιμό μου τον «προφορικό» λόγο. Στην πορεία σκέφτηκα να γράφω εφαρμόζοντας περισσότερο τους κανόνες της μουσικής που έχω σπουδάσει παρά του συντακτικού και νομίζω ότι αυτό ήταν καθοριστικό στη δημιουργία του διαφορετικού στυλ που όλοι οι αναγνώστες διέκριναν. Αν πρέπει να αναφέρω ένα περιορισμό που μου έβαλε η ανδρική περσόνα αυτός ήταν η έκφραση συναισθήματος. Ένιωθα ότι πρέπει να συγκρατούμαι λίγο σε αυτό γιατί ακόμη κι όταν οι άντρες εκφράζουν συναισθήματα το κάνουν με τρόπο εντελώς διαφορετικό από τις γυναίκες, στη συνέχεια διαπίστωσα πως αυτό δεν είχε καμία σημασία και το σημαντικότερο είναι να γίνει δεκτό από την πλευρά του πομπού και του δέκτη ένα σύστημα συμβάσεων. Κρίνω λανθασμένη την αγωνία αρκετών συγγραφέων στην αληθοφάνεια. Στην πραγματικότητα αυτό δεν έχει καμία σημασία.


Υπάρχει κάποια αντιστοιχία του πώς γράφετε με τον τρόπο που μαγειρεύετε;


Μαγειρεύω πολύ πιο πειθαρχημένα απ' όσο γράφω στο μπλογκ μου όμως μαγειρεύω και γράφω με την ίδια φροντίδα και την ίδια έννοια γι’ αυτούς που θα φάνε ή θα διαβάσουν αυτά που έχω μαγειρέψει με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Πάντως και τα δύο απαιτούν πολύ μεγάλη πειθαρχία που προς το παρόν επιδεικνύω μόνο στη μαγειρική. Ξέρετε, πιστεύω ότι σημαντικό μέρος αυτού που λέμε «ταλέντο στο γράψιμο» είναι η ικανότητα να πειθαρχείς και να δουλεύεις. Αν δεν μπορείς να δουλεύεις πάνω στην ικανότητα που έχεις, τότε αυτόματα γίνεσαι λιγότερο ταλαντούχος.


Γιατί επιλέξατε να είναι άντρας ο άνθρωπος που γράφει και σχολιάζει την επικαιρότητα αλλά και την καθημερινότητα του σύγχρονου αστού μέσα από συνταγές;


Έψαξα πολύ για να βρω ένα γυναικείο ψευδώνυμο που να συνδέεται με τη γαστρονομία και την ιστορία της αλλά απλά, δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Έπειτα, ήθελα πολύ να γράφω ως Αθήναιος. Έτσι αρχικά τουλάχιστον το φύλλο μου το υπέβαλλε το ιστορικό πρόσωπο Αθήναιος. Στη συνέχεια, όταν άρχισα να γράφω πιο προσωπικά, ανακάλυψα ότι ως άνδρας είχα μεγαλύτερη δυνατότητα να γράφω ορισμένα πράγματα με μεγαλύτερη ελευθεριότητα και χωρίς να παρεξηγηθώ. Έτσι κι αλλιώς, οι κουζίνες είναι ανδροκρατούμενοι χώροι και οι λίγες γυναίκες που εργάζονται στους χώρους αυτούς είναι και λίγο ...αντράκια.


Αισθάνεστε ότι οι γυναίκες που γράφουν κάποτε αδικούν τον ίδιο τους τον εαυτό, παρασυρόμενες από στερεότυπες ευαισθησίες που τους αποδίδονται; Θέλατε να τις αποφύγετε;


Δυστυχώς ναι. Θέλω κάποτε να διαβάσω ένα μυθιστόρημα στο οποίο η ηρωίδα θα έχει κοινωνικές έννοιες, πολιτική άποψη, υπαρξιακές ανησυχίες ως άνθρωπος και όχι ως γυναίκα που ασχολείται νυχθημερόν με κάποιον άντρα που δεν της δίνει σημασία, ακόμη κι αν το κοινό συχνά αντιμετωπίζει με καχυποψία τέτοιες ηρωίδες. Δεν είναι τυχαίο που γυναίκες συγγραφείς που θαυμάζω απεριόριστα και είχαν έντονη κοινωνική και πολιτική παρουσία, όπως η Άϊρις Μέρντοχ για παράδειγμα, δημιούργησαν αξεπέραστους ανδρικούς και όχι γυναικείους χαρακτήρες.

Τι διαβάζει, τι γράφει και τι προτείνει να μαγειρέψουμε αυτή την εποχή ο Αθήναιος; Και φυσικά τι τον ενοχλεί περισσότερο από την γαστριμαργική καθημερινότητα των νεοελλήνων;


Αυτή την περίοδο δεν γράφω τίποτε και ακόμη δεν έχω αποφασίσει αν θα καθίσω να γράψω κάτι άλλο αν και θα συμμετάσχω στο Hotel Διαδίκτυο των εκδόσεων Πατάκη. Όσον αφορά στη μαγειρική, αυτή την περίοδο μαγειρεύω για τους φίλους μου που μου έλειψαν γιατί η επαγγελματική μου ενασχόληση με την Μπιενάλε της Αθήνας με είχε απορροφήσει πλήρως.
Αν κάτι με ενοχλεί στη γαστριμαργική καθημερινότητα είναι το πόσο λίγες είναι οι απαιτήσεις του κόσμου και η ευκολία με την οποία επιλέγει το φαστ φουντ και το ντελίβερυ ως τρόπο ζωής.