«Υποβάλλω τη γλώσσα σε βασανιστήρια από μικρό παιδί, έτσι ώστε να γίνει πειθήνιο άλογο»
«…Οι αρχαίοι θεοί υποσχέθηκαν στον άνθρωπο ένα: θάνατο μόνο. Και μέχρι τότε εσείς, μας παραγγέλνει, εσείς, Αγάπη. Ώσπου να έρθω…», αυτό ακριβώς το ολιγόλογο αλλά μεστό νοήματος απόσπασμα από το τελευταίο μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι, με τίτλο «Αλδεβαράν» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, αποτελεί και το μεδούλι του εν λόγω έργου, το απολύτως «ωφέλιμο» που μπορεί να αλιεύσει κανείς απολαμβάνοντας την πολύχρωμη γλώσσα του έλληνα δημιουργού. Γιατί αυτή είναι που κυριαρχεί στο βιβλίο. Η γλώσσα. Αυτή κλέβει την παράσταση και από την υπόθεση και από τους χαρακτήρες του βιβλίου. Το χρωματιστό νήμα των λέξεων που πλέκει μεταξύ τους ο συγγραφέας σε ένα σύγχρονο -αλλά θα μπορούσε να είναι και εντελώς άχρονο- σκηνικό-μωσαϊκό, σε συνδυασμό με την αφήγηση που εναλλάσσεται ιλιγγιωδώς με τον εσωτερικό μονόλογο, σε ένα δυσδιάκριτο κάποιες φορές τρελό χορό, συνθέτουν και το ιδιότυπο λογοτεχνικό σύμπαν του συγγραφέα που τοποθετεί το μεταφυσικό αλλά και το φανταστικό στοιχείο εντός της πραγματικότητας. Η μνήμη, ο θάνατος, η ζωή και ο έρωτας αποτελούν τις νοηματικές εκείνες αγκαθωτές ακτίνες που διαπερνούν το βιβλίο, διαθλώντας την προσωπική πραγματικότητα των ηρώων του μυθιστορήματος στην ψυχή του αναγνώστη. Αν εκείνος διαθέτει το κατάλληλο κάτοπτρο.
Γιατί γράψατε αυτό το μυθιστόρημα; Ποιο ήταν το αρχικό κίνητρο, η δυνατή εκείνη ιδέα ή εικόνα ίσως που σας «ανάγκασε», να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;
Τίποτα δεν με «αναγκάζει». Πιστεύω πως «κίνητρο, στόχος ή εξαναγκασμός» οδηγούν σε αφελή ή πλαστά γραπτά. Από «ιδέα» πάλι, θα ξεκινήσει ένα κείμενο φιλοσοφικό, δοκιμιακό κλπ. Γράφω όταν το επιλέγω εγώ, και, κυρίως όταν με επισκέπτεται (ως Ευαγγελισμός) μια εικόνα. Η οποία, βαθμιαία, όπως οι αμοιβάδες, διχάζεται σε αρχή - μέση-τέλος, σε απλοϊκή μορφή αρχικά, αλλά έτσι έχω στη διάθεσή μου την «υπόθεση» του έργου, θεατρικού ή πεζογραφήματος. Βέβαια, βαθμιαία, η εικόνα αυτή διαφοροποιείται, εξελίσσεται. Εγώ την παρακολουθώ. Αλλά και εκείνη με παρακολουθεί, στον ύπνο μου. Αυτά κάπου επί έξη μήνες και μετά αρχίζει το γράψιμο.
Ο εσωτερικός μονόλογος των ηρώων σας ακολουθεί τη ροή μιας γλώσσας περίτεχνα ζωντανής που δεν χάνει την προφορικότητα και την έντασή της. Είναι αυτό το κρυμμένο παράλληλο σύμπαν της ύπαρξης του καθενός. Στην πραγματικότητα, στη ζωή των περισσότερων μένει για πάντα θαμμένη αυτή η ενδότερη φωνή. Στον κόσμο της λογοτεχνίας, εσείς αναλαμβάνετε να την «ξεσκεπάσετε». Υπάρχει κόστος προσωπικό για το συγγραφέα που «ακούει» αυτές τις φωνές και αποφασίζει να τις βγάλει σε κοινή ανάγνωση ή το αισθάνεστε ως ένα προνόμιο;
Τα πρόσωπα των έργων μου δεν εκφράζονται με τη γλώσσα, αλλά δια πράξεων και δράσης. Η γλώσσα οφείλει να διαθέτει την «ορθοέπεια» που παραγγέλνει ο Πρωταγόρας, δηλαδή «γλωσσική ορθότητα». Αυτό προϋποθέτει βασανισμό της γλώσσας εκ μέρους μου (την υποβάλλω σε βασανιστήρια από μικρό παιδί), έτσι ώστε να γίνει πειθήνιο άλογο κι εγώ καβαλάρης της, και να υπηρετεί την πράξη και τη δράση, στοιχεία που καταδηλώνουν τη φύση των ηρώων μου, αλλά, στο μεταξύ, η γλώσσα βρίσκει και λαθραίες ευκαιρίες να αυτό-επιδεικνύεται. Όσο για την «ενδότερη φωνή», αυτή, ουσιαστικά, είναι ο ψυχικός κόσμος του κάθε προσώπου του έργου. Και, μας το παραγγέλνει και ο Ηράκλειτος, η ψυχή είναι μία άβυσσος που, όσο και αν την περιτριγυρίσεις, δεν θα τη μάθεις ποτέ. Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η άβυσσος είναι και άγνωστη και επίφοβη, γεμάτη ίσως από ασθένειες, τρέλα, και άλλα μη εξηγήσιμα, ο συγγραφέας, αναγκαστικά, πρέπει να είναι πνευματικά υγιής και ισορροπημένος για να αντέξει την κατάφυση σ’ αυτή την άβυσσο και να αλιεύσει ό,τι μπορέσει. Άτομα με πνευματική διαταραχή ή ανισορροπία, δεν είναι ικανά να γράψουν: αλλά να περιγράψουν τη δική τους πνευματική αστάθεια. Παρόμοια κείμενα δεν προορίζονται για τον αναγνώστη αλλά για ψυχίατρο- ή για τον Καιάδα.
Στο «Αλδεβαράν» ο θάνατος είναι ο τελικός προορισμός –όπως και στη ζωή- και στην υπόλοιπη διαδρομή ο ήρωας –με το όνομα του ψυχοπομπού- επιδιώκει μόνο την Αγάπη. Η αγάπη είναι το όχημα της ψυχής προς την ολοκλήρωσή της, αν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο;
Ο θάνατος είναι η φυσιολογική απόληξη της ζωής. Στο «Αλδεβαράν» ο θάνατος μάχεται με τον έρωτα. Νικούν και οι δύο. Ο έρωτας είναι ο ωραιότερος σύντροφος του ανθρώπινου σώματος. Όσο για τον θάνατο, ο Θέογνις λέει ότι είναι το «άριστον» για τον άνθρωπο. Και στους δύο μυθικούς νέους, τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, (τα αγάλματά τους κατοικούν στο Μουσείο των Δελφών), όταν η μητέρα τους ζήτησε από τη θεά το «άριστον» για τα νεαρά παιδιά της, η θεά τους έκανε δώρο το θάνατο.
Το βιβλίο σας μου προκάλεσε μια βαθιά ενόχληση, όταν το διάβαζα. Με προκαλούσε. Όχι από τα θέματα σεξουαλικότητας ή ομοφυλοφιλίας που θίγονται, αλλά από τον τρόπο που παρουσιάζεται ο θάνατος ως πραγματικό γεγονός. Η ωμότητά του. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς το θάνατο; Και τι επιδιώκετε να πετύχετε στο βιβλίο, ως προς αυτό το θέμα;
Εγώ δεν επιδιώκω τίποτα. Γνωρίζω όμως, ως αναγνώστης, ότι τα πάθη των λογοτεχνών προσώπων είναι σε απολύτως υψηλότερο πυρετό απ’ ότι τα των καθημερινών ανθρώπων. Άλλωστε αυτό τους ζητάμε εμείς οι αναγνώστες. Στον «Αλδεβαράν», πάντως, ο θάνατος, κυρίως η «ετοιμασία» του νεκρού Μύρτου από τον Ερμή, εμένα μου φαίνεται βαθύτατα γαλήνιος, όπως τα επιτύμβια αγάλματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο μας, από τα ευγενέστερα πράγματα που βγήκαν από χέρι ανθρώπου.
Από την παραδοξότητα της ιστορίας που πλάθετε –τόσο απίθανη που μπορεί να είναι και πραγματική, υποψιάζεται ο καχύποπτος αναγνώστης- αναβλύζει μια βαθιά ανθρωπιά, η ανάγκη να μην είναι και να μη νιώθει κανείς μόνος. Και η μεταφυσική χροιά που μεταχειρίζεστε, πετυχαίνει το ίδιο: να μιλήσει για το παρόν και τα κενά του παρά για το ύστερα και τις εικασίες που το αφορούν. Πώς σας αφορά εσάς η μεταφυσική;
Η ιστορία εδώ, η «υπόθεση του έργου», όχι, δεν είναι πραγματική. Την παράγει αποκλειστικά η φαντασία (με ελάχιστα πράγματα από την προσωπική ζωή του συγγραφέα), η οποία φαντασία είναι το κύριο όπλο, η κύρια πηγή άντλησης για τον συγγραφέα. Η μεταποίηση σε λογοτεχνία συμβάντων της προσωπική ζωής του γράφοντος μπορεί να είναι αυτοβιογραφία, ή λογοτεχνικό έργο, ή παρα-λογοτεχνία, η οποία και μας πολιορκεί εσχάτως.
Όσο για τη μεταφυσική: είναι πραγματικότης και αυτή, μέρος της πραγματικότητος, και όταν δέχεται να φιλοξενηθεί σ’ ένα κείμενο, φωτίζει και το κάνει καλόδεχτο. Δεν είναι κάτι «εκτός», είναι «εντός», έχει να κάνει με τον άνθρωπο, όχι με τις θρησκείες.
Θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για τις δικές σας αναγνωστικές προτιμήσεις, αλλά και για τις λογοτεχνικές επιδράσεις οι οποίες θεωρείτε ότι σας καθόρισαν ως συγγραφέα.
Οι προτιμήσεις μου, κυρίως, είναι οπτικές και ακουστικές. Εικαστικές Τέχνες και Μουσική (έχω σπουδάσει Μουσική). Έχω έρθει αντιμέτωπος με τα μεγάλα έργα, σε Μουσεία της Ευρώπης, αλλά και στα ελληνικά. Και έχω την τρελή αίσθηση ότι ο Γκόγια π.χ. ζωγράφισε αποκλειστικά για μένα. Και ο Ούτσελλο. Και ο Μότσαρτ έγραψε τη μουσική που ήθελα εγώ. Μαζί τους και μεγάλοι συγγραφείς, Φώκνερ, Κάφκα, Λόπε ντε Βέγα. Μου χαρίζουν πιστοποιητικό υπάρξεως.
Τίποτα δεν με «αναγκάζει». Πιστεύω πως «κίνητρο, στόχος ή εξαναγκασμός» οδηγούν σε αφελή ή πλαστά γραπτά. Από «ιδέα» πάλι, θα ξεκινήσει ένα κείμενο φιλοσοφικό, δοκιμιακό κλπ. Γράφω όταν το επιλέγω εγώ, και, κυρίως όταν με επισκέπτεται (ως Ευαγγελισμός) μια εικόνα. Η οποία, βαθμιαία, όπως οι αμοιβάδες, διχάζεται σε αρχή - μέση-τέλος, σε απλοϊκή μορφή αρχικά, αλλά έτσι έχω στη διάθεσή μου την «υπόθεση» του έργου, θεατρικού ή πεζογραφήματος. Βέβαια, βαθμιαία, η εικόνα αυτή διαφοροποιείται, εξελίσσεται. Εγώ την παρακολουθώ. Αλλά και εκείνη με παρακολουθεί, στον ύπνο μου. Αυτά κάπου επί έξη μήνες και μετά αρχίζει το γράψιμο.
Ο εσωτερικός μονόλογος των ηρώων σας ακολουθεί τη ροή μιας γλώσσας περίτεχνα ζωντανής που δεν χάνει την προφορικότητα και την έντασή της. Είναι αυτό το κρυμμένο παράλληλο σύμπαν της ύπαρξης του καθενός. Στην πραγματικότητα, στη ζωή των περισσότερων μένει για πάντα θαμμένη αυτή η ενδότερη φωνή. Στον κόσμο της λογοτεχνίας, εσείς αναλαμβάνετε να την «ξεσκεπάσετε». Υπάρχει κόστος προσωπικό για το συγγραφέα που «ακούει» αυτές τις φωνές και αποφασίζει να τις βγάλει σε κοινή ανάγνωση ή το αισθάνεστε ως ένα προνόμιο;
Τα πρόσωπα των έργων μου δεν εκφράζονται με τη γλώσσα, αλλά δια πράξεων και δράσης. Η γλώσσα οφείλει να διαθέτει την «ορθοέπεια» που παραγγέλνει ο Πρωταγόρας, δηλαδή «γλωσσική ορθότητα». Αυτό προϋποθέτει βασανισμό της γλώσσας εκ μέρους μου (την υποβάλλω σε βασανιστήρια από μικρό παιδί), έτσι ώστε να γίνει πειθήνιο άλογο κι εγώ καβαλάρης της, και να υπηρετεί την πράξη και τη δράση, στοιχεία που καταδηλώνουν τη φύση των ηρώων μου, αλλά, στο μεταξύ, η γλώσσα βρίσκει και λαθραίες ευκαιρίες να αυτό-επιδεικνύεται. Όσο για την «ενδότερη φωνή», αυτή, ουσιαστικά, είναι ο ψυχικός κόσμος του κάθε προσώπου του έργου. Και, μας το παραγγέλνει και ο Ηράκλειτος, η ψυχή είναι μία άβυσσος που, όσο και αν την περιτριγυρίσεις, δεν θα τη μάθεις ποτέ. Ακριβώς λοιπόν επειδή αυτή η άβυσσος είναι και άγνωστη και επίφοβη, γεμάτη ίσως από ασθένειες, τρέλα, και άλλα μη εξηγήσιμα, ο συγγραφέας, αναγκαστικά, πρέπει να είναι πνευματικά υγιής και ισορροπημένος για να αντέξει την κατάφυση σ’ αυτή την άβυσσο και να αλιεύσει ό,τι μπορέσει. Άτομα με πνευματική διαταραχή ή ανισορροπία, δεν είναι ικανά να γράψουν: αλλά να περιγράψουν τη δική τους πνευματική αστάθεια. Παρόμοια κείμενα δεν προορίζονται για τον αναγνώστη αλλά για ψυχίατρο- ή για τον Καιάδα.
Στο «Αλδεβαράν» ο θάνατος είναι ο τελικός προορισμός –όπως και στη ζωή- και στην υπόλοιπη διαδρομή ο ήρωας –με το όνομα του ψυχοπομπού- επιδιώκει μόνο την Αγάπη. Η αγάπη είναι το όχημα της ψυχής προς την ολοκλήρωσή της, αν μπορούμε να μιλάμε για κάτι τέτοιο;
Ο θάνατος είναι η φυσιολογική απόληξη της ζωής. Στο «Αλδεβαράν» ο θάνατος μάχεται με τον έρωτα. Νικούν και οι δύο. Ο έρωτας είναι ο ωραιότερος σύντροφος του ανθρώπινου σώματος. Όσο για τον θάνατο, ο Θέογνις λέει ότι είναι το «άριστον» για τον άνθρωπο. Και στους δύο μυθικούς νέους, τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, (τα αγάλματά τους κατοικούν στο Μουσείο των Δελφών), όταν η μητέρα τους ζήτησε από τη θεά το «άριστον» για τα νεαρά παιδιά της, η θεά τους έκανε δώρο το θάνατο.
Το βιβλίο σας μου προκάλεσε μια βαθιά ενόχληση, όταν το διάβαζα. Με προκαλούσε. Όχι από τα θέματα σεξουαλικότητας ή ομοφυλοφιλίας που θίγονται, αλλά από τον τρόπο που παρουσιάζεται ο θάνατος ως πραγματικό γεγονός. Η ωμότητά του. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς το θάνατο; Και τι επιδιώκετε να πετύχετε στο βιβλίο, ως προς αυτό το θέμα;
Εγώ δεν επιδιώκω τίποτα. Γνωρίζω όμως, ως αναγνώστης, ότι τα πάθη των λογοτεχνών προσώπων είναι σε απολύτως υψηλότερο πυρετό απ’ ότι τα των καθημερινών ανθρώπων. Άλλωστε αυτό τους ζητάμε εμείς οι αναγνώστες. Στον «Αλδεβαράν», πάντως, ο θάνατος, κυρίως η «ετοιμασία» του νεκρού Μύρτου από τον Ερμή, εμένα μου φαίνεται βαθύτατα γαλήνιος, όπως τα επιτύμβια αγάλματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο μας, από τα ευγενέστερα πράγματα που βγήκαν από χέρι ανθρώπου.
Από την παραδοξότητα της ιστορίας που πλάθετε –τόσο απίθανη που μπορεί να είναι και πραγματική, υποψιάζεται ο καχύποπτος αναγνώστης- αναβλύζει μια βαθιά ανθρωπιά, η ανάγκη να μην είναι και να μη νιώθει κανείς μόνος. Και η μεταφυσική χροιά που μεταχειρίζεστε, πετυχαίνει το ίδιο: να μιλήσει για το παρόν και τα κενά του παρά για το ύστερα και τις εικασίες που το αφορούν. Πώς σας αφορά εσάς η μεταφυσική;
Η ιστορία εδώ, η «υπόθεση του έργου», όχι, δεν είναι πραγματική. Την παράγει αποκλειστικά η φαντασία (με ελάχιστα πράγματα από την προσωπική ζωή του συγγραφέα), η οποία φαντασία είναι το κύριο όπλο, η κύρια πηγή άντλησης για τον συγγραφέα. Η μεταποίηση σε λογοτεχνία συμβάντων της προσωπική ζωής του γράφοντος μπορεί να είναι αυτοβιογραφία, ή λογοτεχνικό έργο, ή παρα-λογοτεχνία, η οποία και μας πολιορκεί εσχάτως.
Όσο για τη μεταφυσική: είναι πραγματικότης και αυτή, μέρος της πραγματικότητος, και όταν δέχεται να φιλοξενηθεί σ’ ένα κείμενο, φωτίζει και το κάνει καλόδεχτο. Δεν είναι κάτι «εκτός», είναι «εντός», έχει να κάνει με τον άνθρωπο, όχι με τις θρησκείες.
Θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για τις δικές σας αναγνωστικές προτιμήσεις, αλλά και για τις λογοτεχνικές επιδράσεις οι οποίες θεωρείτε ότι σας καθόρισαν ως συγγραφέα.
Οι προτιμήσεις μου, κυρίως, είναι οπτικές και ακουστικές. Εικαστικές Τέχνες και Μουσική (έχω σπουδάσει Μουσική). Έχω έρθει αντιμέτωπος με τα μεγάλα έργα, σε Μουσεία της Ευρώπης, αλλά και στα ελληνικά. Και έχω την τρελή αίσθηση ότι ο Γκόγια π.χ. ζωγράφισε αποκλειστικά για μένα. Και ο Ούτσελλο. Και ο Μότσαρτ έγραψε τη μουσική που ήθελα εγώ. Μαζί τους και μεγάλοι συγγραφείς, Φώκνερ, Κάφκα, Λόπε ντε Βέγα. Μου χαρίζουν πιστοποιητικό υπάρξεως.