Η επιτομή του απλού και κομψού
Πέρα από τις λίστες με τα ευπώλητα, πίσω από τα «λογοτεχνικά» φώτα, πίσω από τις προβεβλημένες προθήκες βιβλιοπωλείων βρίσκονται συχνά λογοτεχνικές παρουσίες που κινούνται αθόρυβα, αλλά αποτελεσματικά. Σου παίρνει χρόνο να τις συναντήσεις -αν τις συναντήσεις ποτέ- αλλά νιώθεις τη στιγμή που τις βρίσκεις πως αξίζει τον κόπο.
Μια τέτοια λογοτεχνική φωνή, από κείνες τις ήσυχες και γαλήνιες αλλά εκκωφαντικά δυνατές, όταν τις ακούσεις ή θες να τις ακούσεις, ανακάλυψα πρόσφατα. «...Όταν άκουσα τα κουαρτέτα της διαμελισμένης ψυχής, έκλεισα όλα μου τα βιβλία, έκλεισα τα μάτια μου. Τ’ αυτιά μου είχαν πάρει να δακρύζουν...» Αυτή η συγκινητική κραυγή ανήκει στο Λεφτέρη Μπαρδάκο, έναν εκπαιδευτικό της ελληνικής επαρχίας, που εκεί στις παρυφές των κάστρων της Αργολίδας και ανάμεσα σε εφηβικές φωνές και παρουσίες υφαίνει τη λογοτεχνική του υπόσταση ήρεμα και αποστασιοποιημένα απ’ αυτό που λέμε ευρεία βιβλιοπαραγωγή. Από τις τοπικές Εκδόσεις Ελλέβορος έχει κυκλοφορήσει το έργο του «Η κονσέρβα -Έξι θεατρικές εικόνες της μοναξιάς» και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Έι Λούντβιχ» απ’ όπου είναι παρμένο και το παραπάνω απόσπασμα.
Ο συγγραφέας υπονομεύει με την απλότητα και την καθαρότητα του ύφους του όλα εκείνα τα φτιασίδια της νεοελληνικής λογοτεχνίας που αναρωτιέμαι, αν θα κατορθώσουν ποτέ να περάσουν και στο μέλλον. Μου κάνει εντύπωση που τα θεατρικά του δεν τα έχουν ανακαλύψει ακόμη αθηναϊκοί θίασοι, καθώς διαθέτουν κάτι από τη στόφα των μεγάλων κλασικών δραματουργών και την οικουμενικότητα του λόγου τους, προσαρμοσμένα στη σύγχρονη εποχή και πραγματικότητα. Το χιούμορ του -συχνά πικρό, αλλά πάντα ευφυές και όχι εύκολο- ελλοχεύει εκεί που δεν το περιμένει κανείς και αιφνιδιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη. Τον αναγνώστη που τον κάνει να αισθάνεται πια θεατής, βλέποντας τα θεατρικά δρώμενα να διαδραματίζονται ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του.
Η συλλογή διηγημάτων «Έι Λούντβιχ» είναι εμπνευσμένη από την καλλιτεχνική φιγούρα και ιδιοφυία του Μπετόβεν, αλλά δεν απέχει πολύ από το να κάνει μουσικά άλματα στο Βαμβακάρη και τον Τζον Λένον, στον Ντιουκ Έλλιγκτον και το Μέμφις Σλιμ. «...Τα όργανα έπεσαν από των μουσικών τα χέρια και δίχως άλλο θα έπεφταν κι οι ίδιοι στα γόνατα να προσκυνήσουν, αν εκείνη τη στιγμή και μες από αλλόκοτες, συγκεχυμένες αλλά εξαίσιες μουσικές δεν ακούγονταν κι οι τρεις Άγιοι να ρωτούν τους άμοιρους μουσικούς της μπάντας: «ΖΕΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΛΕΝΝΟΝ;»...»
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 30/12/2006)
Μια τέτοια λογοτεχνική φωνή, από κείνες τις ήσυχες και γαλήνιες αλλά εκκωφαντικά δυνατές, όταν τις ακούσεις ή θες να τις ακούσεις, ανακάλυψα πρόσφατα. «...Όταν άκουσα τα κουαρτέτα της διαμελισμένης ψυχής, έκλεισα όλα μου τα βιβλία, έκλεισα τα μάτια μου. Τ’ αυτιά μου είχαν πάρει να δακρύζουν...» Αυτή η συγκινητική κραυγή ανήκει στο Λεφτέρη Μπαρδάκο, έναν εκπαιδευτικό της ελληνικής επαρχίας, που εκεί στις παρυφές των κάστρων της Αργολίδας και ανάμεσα σε εφηβικές φωνές και παρουσίες υφαίνει τη λογοτεχνική του υπόσταση ήρεμα και αποστασιοποιημένα απ’ αυτό που λέμε ευρεία βιβλιοπαραγωγή. Από τις τοπικές Εκδόσεις Ελλέβορος έχει κυκλοφορήσει το έργο του «Η κονσέρβα -Έξι θεατρικές εικόνες της μοναξιάς» και μια συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Έι Λούντβιχ» απ’ όπου είναι παρμένο και το παραπάνω απόσπασμα.
Ο συγγραφέας υπονομεύει με την απλότητα και την καθαρότητα του ύφους του όλα εκείνα τα φτιασίδια της νεοελληνικής λογοτεχνίας που αναρωτιέμαι, αν θα κατορθώσουν ποτέ να περάσουν και στο μέλλον. Μου κάνει εντύπωση που τα θεατρικά του δεν τα έχουν ανακαλύψει ακόμη αθηναϊκοί θίασοι, καθώς διαθέτουν κάτι από τη στόφα των μεγάλων κλασικών δραματουργών και την οικουμενικότητα του λόγου τους, προσαρμοσμένα στη σύγχρονη εποχή και πραγματικότητα. Το χιούμορ του -συχνά πικρό, αλλά πάντα ευφυές και όχι εύκολο- ελλοχεύει εκεί που δεν το περιμένει κανείς και αιφνιδιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη. Τον αναγνώστη που τον κάνει να αισθάνεται πια θεατής, βλέποντας τα θεατρικά δρώμενα να διαδραματίζονται ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του.
Η συλλογή διηγημάτων «Έι Λούντβιχ» είναι εμπνευσμένη από την καλλιτεχνική φιγούρα και ιδιοφυία του Μπετόβεν, αλλά δεν απέχει πολύ από το να κάνει μουσικά άλματα στο Βαμβακάρη και τον Τζον Λένον, στον Ντιουκ Έλλιγκτον και το Μέμφις Σλιμ. «...Τα όργανα έπεσαν από των μουσικών τα χέρια και δίχως άλλο θα έπεφταν κι οι ίδιοι στα γόνατα να προσκυνήσουν, αν εκείνη τη στιγμή και μες από αλλόκοτες, συγκεχυμένες αλλά εξαίσιες μουσικές δεν ακούγονταν κι οι τρεις Άγιοι να ρωτούν τους άμοιρους μουσικούς της μπάντας: «ΖΕΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΛΕΝΝΟΝ;»...»
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 30/12/2006)