Παρακαλώ (Τυπική απάντηση σε "ευχαριστώ")

Ένα ξεκρέμαστο "ευχαριστώ" έφτασε από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Ήξεραν και οι δυο. Για το "ευχαριστώ". Ήξεραν. Απλώς δεν το παραδέχονταν. Δεν είχαν τα κότσια να παραδεχτούν ότι εκείνο το τεράστιο χρηματικό ποσό είχε σταθεί η αιτία. Εκείνη του το χρωστούσε. Εκείνος δεν ήθελε να το πάρει πίσω. Γιατί δεν θα είχαν μετά λόγο να μιλάνε, να βλέπονται, να κάνουν βόλτες μαζί. Δεν θα είχαν κάτι να τους συνδέει. Κι αυτός τώρα για ακόμη μία φορά την ευχαριστούσε. Την ευχαριστούσε που δεν είχε τα λεφτά να του τα δώσει πίσω.
Μιλάμε για 100.000 ευρώ. Όσα κάνει ένα διαμέρισμα ευπρεπές κάπου στην Αθήνα. Εκείνη τα είχε χρειαστεί για να σώσει το τομάρι της σε μια στιγμή που κινδύνευε, που δεν είχε τίποτα να χάσει παρά την ίδια την ελευθερία της. Εγγύηση για τη φυλακή. Εκείνος βρέθηκε τυχαία μπροστά της και της τα δάνεισε -ανεπιστρεπτί ήθελε να πιστεύει ο ίδιος- απλώς εξοφλούσε το χρέος της σε δόσεις με το να τον συναντάει χωρίς κανένα λόγο και χωρίς κανένα σκοπό. Συζητάγανε υποτίθεται.
Δεν μπορείς να το πεις κι έτσι, λέγανε πέντε τυπικές κουβέντες και χωρίζανε. Αν παρατράβαγε η κουβέντα θα τσακώνονταν. Ήταν εμφανές. Γι' αυτό και δεν το διακινδύνευαν να πουν περισσότερα. Έτσι έγινε και με την τελευταία συνάντηση. Εκείνη θύμωσε πολύ και έφυγε ενοχλημένη κι εκείνος έγινε πυρ και μανία από μέσα του. Έτσι χωρίσανε βιαστικά πάλι. Μετά εκείνος πήρε τηλέφωνο. "Ευχαριστώ" ψέλλισε. "Παρακαλώ", δεν τόλμησε να ξεστομίσει αυτή. Είπε ένα ξερό "ναι" και κατέβασε το ακουστικό. Εκείνη χρωστούσε 100.000 ευρώ κι εκείνος δεν ήθελε να τα πάρει πίσω. Εκείνη ήξερε ότι χρώσταγε κι εκείνος ότι της χρωστούσε τόσες κουβέντες που δεν είχε πει, με φόβο μη χάσει τις δόσεις-συναντήσεις. Αυτή είχε μπει στη φυλακή του κι εκείνος είχε γίνει δεσμοφύλακας που παρακαλούσε. "Ευχαριστώ"