"Η ζωή και ο θάνατος του άρρενος σώματος"

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή το Σάββατο 30/12/2006)

«...Όταν είσαι νέος, σε νοιάζει πώς είναι το σώμα σου, πώς φαίνεται απ’ έξω. Όταν γεράσεις, σημασία έχει αυτό που είναι μέσα, και κανείς δε δίνει δεκάρα για την εμφάνισή σου...Η εξάρτηση, η ανημπόρια, η απομόνωση, ο φόβος -όλα αυτά είναι φρικιαστικά και ντροπιαστικά. Ο πόνος σε κάνει να φοβάσαι τον εαυτό σου. Και το πιο φριχτό είναι η ετερότητα του πόνου...»



Αυτές τις μέρες των εορτών βλέπουμε στις τηλεοπτικές μας οθόνες ηλικιωμένους και μόνους. Είναι από τις λίγες στιγμές του χρόνου που θα πέσουν οι προβολείς πάνω στα γηρατειά και τη μοναξιά. Δυστυχώς, όχι από καλή προαίρεση, αλλά από αδηφάγα νούμερα τηλεθέασης, καθώς ο πόνος και η μελό αξιοποίησή του πουλάνε. Και πουλάνε πολύ.
Αυτόν τον πόνο, της αρρώστιας αλλά και του τρόμου μπροστά στο επικείμενο και αναπόφευκτο βιολογικό τέλος, πραγματεύεται με μια απολύτως ανθρώπινη και «εξανθρωπιστική» -αν μου επιτρέπεται αυτή η λέξη- ματιά το τελευταίο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. «...Τα γηρατειά είναι μάχη...Είναι μια μάχη αδυσώπητη, και τη δίνεις όταν είσαι πιο αδύναμος από ποτέ και πιο ανίκανος από ποτέ να ξαναμπείς στον αγώνα...» Και ο είρων και αλαζών Ροθ, ωρίμασε σ’ αυτό το βιβλίο, έδειξε τις ευαισθησίες του χωρίς το σίγουρο για κείνον προκάλυμμα του χιούμορ και του σαρκασμού. Αφέθηκε να παραδεχτεί απλώς, και να μιλήσει ο δικός του τρόμος μπροστά στο γήρας. «...Τα γηρατειά δεν είναι μάχη* τα γηρατειά είναι σφαγή...» Είναι ένα μυθιστόρημα που σε κάνει να κοιτάξεις μέσα σου, να στραφείς στον απαιτητικό εαυτό σου και μετά να στρέψεις το βλέμμα στον απέναντι, στο διπλανό, στον κοντινό άνθρωπο. Αλλά σε ωθεί να κοιτάξεις όχι αρπαχτικά, όχι άπληστα, αλλά με αγάπη, με ανοχή και ενδιαφέρον* δηλαδή με ανθρωπιά.
Ο ήρωας του Ροθ αναγκάζεται με στωικότητα να έρθει αντιμέτωπος με την προσωπική του μοναξιά -μετά από τρεις αποτυχημένους γάμους που έδωσαν καρπούς δύο γιους που τον σιχαίνονται και μια κόρη που τον υπεραγαπά. «...Η πραγματικότητα δεν ξαναφτιάχνεται...Δέξου την όπως έρχεται. Μην υποχωρείς και δέξου την όπως έρχεται...» Ο άλλοτε επιτυχημένος διαφημιστής γυρίζει με ο νου του στην εποχή των παιδικών του χρόνων -στα παιδικά του καλοκαίρια- και συγκρίνει τον εαυτό του με τον άνδρα που εκείνος δεν έγινε ποτέ, δηλαδή το ρωμαλέο σωματικά, αλλά μεγαλύτερο σε ηλικία αδερφό του.
Εδώ ο Ροθ δεν θυμίζει σε τίποτα το δηλητηριώδη και ξεκαρδιστικό μαζί συγγραφέα από «τη νόσο του Πορτνόϋ», από «τον καθηγητή του πόθου» (ή από το «βυζί») που καταφέρεται με κάθε τρόπο εναντίον του γυναικείου φύλου. Η γραφή του είναι πια απλή, ποτισμένη από μια γοητευτική ηρεμία και θυμίζει πια Απντάικ, τον άλλο μεγάλο της αμερικανικής λογοτεχνίας. «...Τα λόγια της τον ανακούφιζαν και, παρ’ όλα αυτά, δεν είχε πειστεί ούτε για μια στιγμή πως εννοούσε αυτά που έλεγε. Όμως η λαχτάρα ν’ ανακουφιστείς, σκεφτόταν, δεν είναι μικρό πράγμα, ιδίως αν είναι από κάποιον που, ως εκ θαύματος, εξακολουθεί να σ’ αγαπά...» Είναι η σπαρακτική μαρτυρία της σωματικής κατάπτωσης δια Φίλιπ Ροθ. Ποιος το περίμενε από την «ατρόμητη» επιθετική του πένα; Ίσως μόνο ο χρόνος. «Το χειρότερο πράγμα στο να ζεις αβάσταχτα μόνος, είναι ότι πρέπει να το αντέξεις -ή το αντέχεις ή βουλιάζεις. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να μην αφήσεις το μυαλό σου να σε υπονομεύσει με το να κοιτάζει με λαχτάρα πίσω, σ’ ένα υπεράφθονο παρελθόν...»

*Το αφιερώνω σήμερα εξαιρετικά στον Αθήναιο που τάραξε τα ύδατα του 2007. Ο τίτλος πιστεύω ότι ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση. Έτσι δεν είναι, αγαπητέ μου;