Η κλοπή της επιθυμίας

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο, 3/10/2009)


«…Υπήρχε κάτι σε αυτή την κλοπή που φανέρωνε εξοικείωση. Και τότε πια καταλάβαμε όλοι, έτσι όπως καταλαβαίνει κανείς αυτά τα πράγματα, πως ο κλέφτης βρισκόταν ανάμεσά μας…»




Αν πετυχαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ο Tobias Wolff, είναι ότι κατορθώνει στα βιβλία του να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα, μέσα από τα ψυχικά τοπία των ηρώων του, που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Στο βιβλίο του «Ο κλέφτης του στρατοπέδου» που έχει τιμηθεί το 1985 με το βραβείο PEN/Faulkner και κυκλοφόρησε μόλις στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου, αφηγείται μια ιστορία εκ πρώτης όψεως απλή που καταφέρνει, εκτός από τον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών, να αποτυπώσει εναργέστατα και την Αμερική του 1967, με τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της, τους ειρηνιστές που διαδήλωναν την αντίθεσή τους στον πόλεμο στο Βιετνάμ κι εκείνους που γίνονταν εθελοντές στο στρατό.
Με γραφή σφριγηλή και αδρή ο Wolff διεισδύει αποτελεσματικά στην ενδοχώρα του ψυχισμού, χρησιμοποιεί την παραβατικότητα και συγκεκριμένα την κλοπή –στο μυθιστόρημά του «Το παλιό σχολείο» είχε επιστρατεύσει τη λογοκλοπή για τον ίδιο λόγο- προκειμένου να ανιχνεύσει μέσα από την ενοχή και τη δαιμονοποίησή της σε αυστηρά ελεγχόμενα κοινωνικά σύνολα, όπως ο στρατός εν προκειμένω, το πώς τα καλά κρυμμένα άνθη του κακού, τα ανομολόγητα, όταν σπαρθούν βγάζουν στην επιφάνεια ένστικτα, επιθυμίες, σκέψεις, αντιδράσεις του ανθρώπου που ίσως να μην έκαναν την εμφάνισή τους κάτω από άλλες συνθήκες.

Ταυτόχρονα, φλερτάρει με το άλλο του «αγαπημένο» θέμα: την αποτυχία που στην αμερικανική κοινωνία της οποίας το ανυπέρβλητο όνειρο είναι ο πλούτος, η ευμάρεια, η καταξίωση, η αποτυχία θεωρείται ακόμα πιο «απόβλητη», ακόμα πιο περιθωριακή, ακόμα πιο ακραία από οπουδήποτε αλλού. «…αναρωτήθηκε για πιο λόγο ένιωθε ικανοποίηση όταν έχανε. Αν συνέχιζε έτσι, η αποτυχία θα του γινόταν συνήθεια, και δεν θα μάθαινε ποτέ να στέκεται στα πόδια του…». Ο Wolff αποδομεί και απομυθοποιεί εκ των έσω την κοινωνική πραγματικότητα, κρατώντας μια χρυσή ισορροπία με το ξετύλιγμα της πλοκής της ιστορίας του, ενώ την ίδια ώρα σπέρνει το σαρκασμό και την ειρωνεία πίσω από τις γραμμές, περιβάλλοντας όμως με κατανόηση, τρυφερότητα και ανθρωπιά τους ήρωές του.
Ένας νεαρός κατατάσσεται στο στρατό, προκειμένου να ξεφύγει από τη σκιά μιας διαλυμένης οικογένειας και να αποκτήσει ο ίδιος ένα σκοπό στη ζωή του, ένα λόγο ύπαρξης. Ο στρατός δεν θα αποδειχθεί και πολύ καλή ιδέα τελικά. «…Ο τύπος που καθόταν απέναντί μου έβαλε τα γέλια. Το ίδιο έκαναν και αρκετοί άλλοι. Εγώ δεν γέλασα, παρότι ένιωσα την παρόρμηση. Ο άνθρωπος που κειτόταν πλάι στον δρόμο ήταν ζωντανός πριν από μία ώρα, και τώρα ήταν πεθαμένος. Γιατί μ’ έκανε αυτό να θέλω να χαμογελάσω;…». Ο παραλογισμός και η σκληρότητα που αναπτύσσεται εντός των συρματοπλεγμάτων του στρατού, εξωθεί τους νεοσύλλεκτους στα όριά τους· είτε να αντιδρούν με τρόπο απρόβλεπτο, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη σωματικής τους ακεραιότητα, μαγνητισμένοι από τις διαταγές των ανωτέρων τους και ανίκανοι να διακρίνουν το λογικό· είτε να ψάχνουν να βρουν διέξοδο για την έκφραση των επιθυμιών και την ικανοποίηση των ενστίκτων τους.

Η επιθυμία –παρά κάθε προσπάθεια να εξοστρακιστεί- θα βρει τρόπο να εισχωρήσει μέσα στα αγκαθωτά σύρματα του στρατοπέδου κι εκείνος που θα καταληφθεί από την ισχύ της –θα επιθυμήσει να κοιμηθεί με μια γυναίκα που οφείλει να πληρώσει και αναζητά απεγνωσμένα τον τρόπο να ικανοποιήσει την ανάγκη του-, θα πληρώσει το τίμημα του αχαλίνωτου «θέλω» του. Η κλοπή είναι το σύμπτωμα που θα αποκαλύψει μια ολόκληρη ψυχοπαθολογία του κόσμου αυτού που περιορίζεται μέσα στα συρματοπλέγματα και περιμένει την αποστολή του στο Βιετνάμ για να νιώσει δικαιωμένος, αφαιρώντας ανθρώπινες ζωές. «…Η όψη του ταραγμένη. Πρώτη φορά αντίκριζα τέτοιο πρόσωπο, γεμάτο με τόση ταπείνωση και τόσο φόβο, και η εικόνα αυτή έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου. Το ίδιο πρόσωπο είχαν οι Βιετναμέζοι που ανακρίναμε, στα σπίτια των οποίων κάναμε έρευνες και μερικές φορές τα καίγαμε…».