Η τοξική μανία της αγάπης

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 25 Απριλίου 2009)



«…Ο πατέρας μου δεν επέτρεπε στον εαυτό του να λέει δύο φορές την ίδια ιστορία. Ήταν, για εκείνον, θέμα ευγένειας: να μη σερβίρει στον άλλο μεταχειρισμένες ιστορίες…»





Ένας άντρας. Που γνωρίζει τη μισή του καταγωγή. Με τη μητρική φιγούρα απούσα από τη ζωή του. Κι έναν πατέρα που ενώ ήξερε να φωτίζει καλύτερα από τον καθένα -καθότι φωτογράφος πλατό, τη χρυσή δεκαετία του ’60 για τον παγκόσμιο κινηματογράφο και το γαλλικό σινεμά- κράτησε για τους δικούς του σοβαρούς λόγους στο σκοτάδι το όνομα της γυναίκας που γέννησε το γιο του. «…Έπρεπε να κάνει θαύματα με το φωτισμό, με τις σκιές που γλύκαιναν, απάλυναν, ψεύδονταν μέσω της παρασιώπησης…».
Στη σκιά αυτής της από πάντα απώλειας, ο ήρωας θα γνωρίσει μια βουλιμική κοκκινομάλλα, τη Μεϊλίς, πρώην μανεκέν του Ντιόρ, απροσδιορίστου ηλικίας, ώριμη παντρεμένη γυναίκα που θα απαιτήσει από κείνον τα πάντα. Κι αυτός θα ισορροπήσει για καιρό πάνω στις εύθραυστες ισορροπίες της ζωής του, προσπαθώντας να λύσει το γρίφο της ίδιας του της ύπαρξης. Το τεντωμένο σκοινί θα κοπεί την ώρα που θα πλησιάσει πολύ κοντά στην αλήθεια. Άλλωστε το μόνο του δεδομένο ήταν η μοναδική «διαθήκη» που του άφησε ο πατέρας του, λίγο πριν πεθάνει, ότι οφείλει την ύπαρξή του σε ένα «κινηματογραφικό φιλί».
«…Εκείνος φώτιζε τα πρόσωπα με τους προβολείς του, εγώ τα φωτίζω με λέξεις…».
Το σελιλόιντ θα γίνει για τον πρωταγωνιστή ισοδύναμο μιας ιδιότυπης μήτρας που τον έφερε στον κόσμο. Οι φλογερές ντίβες του σινεμά κρατούν επτασφράγιστο μυστικό στα χείλη τους την προέλευσή του. Είναι ένας άντρας χωρίς μητρική ρίζα που το κινηματογραφικό πανί αποκτά στο μυαλό του, στα αισθήματά του, διαστάσεις μιας οικογένειας. Που τον κατασπαράζει με την αινιγματική της ύπαρξη, με την ουσιαστικής της απουσία από τη ζωή του. Ο φυσικός θάνατος του πατέρα του ανοίγει το δρόμο για την αναζήτηση του πραγματικού του εαυτού που κρύβεται κάτω από το κοινωνικό κοστούμι της δικηγορίας.
«…Φρόντιζε να διασχίζει την ύπαρξή του χωρίς μάρτυρες, λες κι η ζωή του ήταν το τέλειο έγκλημα…».

Ο Ερίκ Φοτορινό (Éric Fottorino), μέχρι πρόσφατα διευθυντής της «Le Monde», με το μυθιστόρημά του «Κινηματογραφικά φιλιά» που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Άννας Δαμιανίδη και επιμέλεια της Άννας Μαραγκάκη, ανασύρει τη γοητεία της νουβέλ βαγκ για να μιλήσει για την τοξικότητα της αγάπης, δια μέσου της ασπρόμαυρης νοσταλγικής ομορφιάς της. «…Εκείνη την εποχή η κάμερα ήταν ο απόλυτος μονάρχης. Ρουφούσε κάθε κίνηση, και ο πατέρας μου ήταν διακριτικά πανταχού παρών για να συλλαμβάνει την ωραιότερη έκφραση των καλλιτεχνών…». Ο συγγραφέας, βασιζόμενος στο αρχέγονο οιδιπόδειο σύμπλεγμα και αναδεικνύοντάς το με την πιο τραγική του μορφή, δημιουργεί τρίγωνα, τα οποία για να υπηρετήσουν οι ήρωές του, είναι υποχρεωμένοι να πρωταγωνιστήσουν οι ίδιοι στο ατομικό τους δράμα, καταβάλλοντας το ανάλογο τίμημα: πόνο. Η υποβλητική ατμόσφαιρα του βιβλίου, ο ψυχισμός και η μοναξιά του ήρωα και φυσικά η τραγωδία -που στήνεται αριστοτεχνικά στο παρασκήνιο και φωτίζεται κινηματογραφικά, όπως ίσως μόνο ένας διευθυντής φωτογραφίας θα μπορούσε να στήσει, με σκιές και φωταψίες παράδοξες και κρυφές, που εντείνουν τη δραματικότητα και το στοιχείο του τραγικού- μαγνητίζουν τον αναγνώστη και τον κρατούν καθηλωμένο να συμπάσχει, μέχρι τέλους.
Ο Φοτορινό δημιουργεί ένα κομψό μυθιστόρημα που σου τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια στην καίρια στιγμή. Σε μαγεύει με τη νοσταλγική του διάθεση. Σε σαγηνεύει με τον τρόπο που ο συγγραφέας χειρίζεται το ξεδίπλωμα μιας ερωτικής ιστορίας –χωρίς κλισέ. «…Η σερβιτόρα δεν μας άφηνε από τα μάτια της. Μάντευα στο αμήχανο βλέμμα της πόσο προκλητικό μπορεί να είναι το θέαμα δυο ανθρώπων που αγαπιούνται. Ζούσαμε τη στιγμή σε μια αδιαπέραστη φυσαλίδα. Η σερβιτόρα δεν μπορούσε να ξέρει ότι ο χρόνος μάς κατέτρωγε…». Κρατά την ασπρόμαυρη υφή της απολυτότητας των μυθιστορηματικών καταστάσεων που μόνο στον κινηματογράφο του ’60 με κείνα τα θεϊκά αψεγάδιαστα πρόσωπα –τόσο καλά φωτοσκιασμένα- θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Και σου αποσπά τη συγκίνηση. Σε κάνει μέρος του βιβλίου από την πλευρά του αναγνώστη-θεατή ενός δράματος. Χωρίς να γίνεται μελό. Χωρίς να φοβάται μη γίνει μελό –αυτό είναι σύνδρομο της ελληνικής λογοτεχνίας άλλωστε, και διόλου της γαλλικής. «…Νόμιζα τότε ότι αρκούσε να αφηγηθείς τη ζωή σου, ή τη ζωή των δικών σου, για να κάνεις ένα λογοτεχνικό έργο…».

Στο όνομα της αγάπης, ένας άντρας δηλητηριάζεται από τους δύο μαύρους ήλιους της ζωής του. Τη μητέρα του και την ερωμένη του. «…Έκανα λάθος. Δεν ήμουν ερωτευμένος. Ήμουν τοξικομανής…». Γνωστή η ιστορία και θέλει τόλμη που ένας άνδρας τολμά να την πει αυτή την ιστορία, με τους συμβολισμούς της, τα βάθη και τα ύψη της, τις σκιές και το φως της. Άλλωστε τέτοιες αλήθειες στη ζωή λέγονται μόνο στο ημίφως ή δεν λέγονται ποτέ. «…Μια λέξη ήταν ικανή να μας γδάρει…». Εδώ ο συγγραφέας επιλέγει τη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα για να μας αφηγηθεί μια ιστορία τόσο αποκαλυπτική για την ανδρική μοναξιά, από τη λογοτεχνική της ματιά. «…Ζούσα απ’ την ανάποδη όψη της ζωής…». Και αποθεώνει τον έρωτα, παρουσιάζοντας ακριβώς τη βασανιστική του όψη. «…Αργότερα ανέπτυξα ως το άπειρο αυτή την αριθμητική της καρδιάς, αναλύοντας κάθε ώρα που μοιραζόμασταν σε χιλιάδες δευτερόλεπτα…». Δείχνει τα τρωτά του, τον απομυθοποιεί για να τον αναπλάσει ακόμα πιο δυνατό και σημαντικό για τη ζωή μας. «…Μας ανήκει, όμως, ποτέ μια γυναίκα που αγαπάμε; Ανήκει, πρώτα απ’ όλα, στο όνειρο και στον πόνο, αμέσως μόλις φεύγει…».
Η φιγούρα ενός άντρα παγιδευμένου στην αγάπη, σαν έντομο μέσα στο κεχριμπάρι, είναι άλλωστε κι εκείνη που απαθανατίζεται στα παθιασμένα κινηματογραφικά φιλιά. Τα φοβερά και τρομερά αρσενικά του σινεμά αναγκάζονται να παραδοθούν στις παρτενέρ τους για να γοητεύσουν το φιλοθεάμον κοινό. Για να πουν μια τόση δα αλήθεια. «…Να φωτογραφίζεις σημαίνει να αποκαλύπτεις αυτό που δεν ξέρεις…».