Στα χωρικά ύδατα των πεπλανημένων ονείρων

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Φιλολογική Βραδυνή, το Σάββατο 14/2/2009)

"...Προδίδει η γραφή, Άγγελε, όπως η Σοφία σε κείνη την εκδρομή. Εσύ όμως ξέρεις, κάθε μέρα περνάς από τη Σχολείων, ούτε φαρδαίνει ούτε πεζόδρομος έγινε. Μη φοβάσαι λοιπόν, άσε με να φτιάχνω ιστορίες."

Είναι κάτι συγγραφείς που νομίζεις ότι ακούς την ανάσα τους, καθώς διαβάζεις τα κείμενά τους. Λίγοι. Κι αυτή η φωνή –η δική τους που μπερδεύεται με τη δική σου- βγαίνει από τα έγκατα της ψυχής τους, εμποτισμένη με το αίμα και το σώμα της μνήμης. Δεν ξέρω αν αυτοβιογραφούνται –και δεν με αφορά-, αυτό που με συγκλονίζει, όταν πέφτουν στα χέρια μου τέτοια βιβλία, είναι το πώς η δική τους λογοτεχνική ανασεμιά συναντιέται με τη δική μου αναγνωστική ανάσα. Και δεν μιλώ μεταφυσικά, φιλολογικά ή χαζορομαντικά. Κυριολεκτώ. Είναι κάτι συγγραφείς που οι τελείες τους είναι και δικές σου* τα κόμματά τους σε σταματούν απαλά, όπως σταματάς από μόνος σου για να ανασάνεις* και οι παρενθέσεις τους κλείνουν ακριβώς εκεί που ξεκινούν οι δικές σου. «Δοκιμάζω αφηγήσεις, λόγια κι αναμνήσεις, αντιγραφές, για να σε βρω πριν προφτάσει ο κυνηγός να μας αγγίξει όλους και τελειώσει για πάντα το παιχνίδι».
Ένας τέτοιος συγγραφέας –που λυπάμαι πολύ που δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω από κοντά, ίσως καλύτερα για να διαφυλάξω το μύθο του ατόμου πίσω από τα κείμενα- είναι ο Τάσος Χατζητάτσης (1945-2008, Θεσσαλονίκη). Έφυγε από τη ζωή το φθινόπωρο που μας πέρασε, αλλά κέρδισε τον ενεστώτα του «είναι» στη λογοτεχνία, με το σπαθί του. Γιατί η γλώσσα του είναι σπαθί. Χαρακώνει και χαράσσει. Βαθιά. Ανεξίτηλα. Τέμνει και ανατέμνει. Υπόγεια και καταλυτικά. Χωρίς φιοριτούρες. Χωρίς περιστροφές. Και συγκινεί. Όχι με την έννοια τη στενά συναισθηματική, την άδεια από νοήματα και ιδέες. Παρασύρει για την ακρίβεια, τη μνήμη του αναγνώστη να βγει από τα στεγανά της και να περιπλανηθεί στο παρόν με την πανοπλία της φαντασίας. Το προσωπικό φαντασιακό, οι ατομικές αναμνήσεις αναπλάθουν για το σημερινό και μελλοντικό αναγνώστη έναν κόσμο –αυτόν της Ελλάδας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που σημαδεύτηκε από τις συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Εμφύλιο και τις πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν- με οράματα, προσδοκίες, ελπίδες που πρόλαβε να τα δει να ματαιώνονται. Θεαματικά. Και να διαψεύδεται γι’ αυτόν τον κόσμο η ίδια του η ύπαρξη, το νόημά της.
«Γιατί όσοι κράτησαν το κεφάλι ψηλά είχαν πάντα για σκέπη τα όνειρα κι όσοι ανανήψαμε, εκ μέθης και πλάνης, άλλοι έμποροι, άλλοι έπαρχοι, όλοι κάτι γίναμε. Αν. Όμως. Ίσως. Αν». Μιλάω συγκεκριμένα για τα δύο πρώτα βιβλία του Τάσου Χατζητάτση, το «Έντεκα Σικελικοί Εσπερινοί» που είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1997 από τις εκδόσεις Εντευκτηρίου και το «Στη σφενδόνη» που είχε βγει το 2000 από τις ίδιες εκδόσεις, και επανεκδόθηκαν την άνοιξη από τις εκδόσεις Πόλις με τον τίτλο «Ασκήσεις μνήμης». Τα έντεκα ιδιόμορφα αφηγήματα του κάθε βιβλίου έχουν να πουν μια ξεχωριστή ιστορία το καθένα που εντάσσεται όμως στο ίδιο κλίμα, την ίδια ατμόσφαιρα που έπνιγε την Ελλάδα τότε και έχουν καταγραφεί και στο συλλογικό ασυνείδητο και των επόμενων γενεών, με έναν τρόπο που μπορεί να αποδώσει πειστικά μόνο η λογοτεχνία. Πολύ περισσότερο η λογοτεχνία του Τάσου Χατζητάτση.
Τα βιώματα του αφηγητή στο βιβλίο, εκείνα τα μικρά αλλά τόσο σπουδαία της καθημερινότητας, με προεξάρχοντα τον έρωτα, μπλέκονται αδιαχώριστα με τον κοινωνικό ιστό, την πολιτική κατάσταση, την ίδια την Ιστορία –αυτή την επίσημη- και την ισοπεδωτική της διάθεση απέναντι στο άτομο, αυτή τη μοναχική μονάδα που ψάχνει την ευτυχία και την αγάπη* που αναζητά την πραγμάτωση και γυρεύει το όνειρο. Και φυσικά συντρίβεται. Πανηγυρικά. «Θα αφήσω ανοιχτό το παράθυρο. Θα γεμίσει το δωμάτιο σπουργίτια. Θα ψάχνουν παντού και, μη βρίσκοντας τον νεκρό, θα κατασπαράξουν το φως μου. Ένας μέλλοντας θολός, ανίκανος σαν τραύλισμα, βρώμικος σαν τη λευκή μου ψήφο».

Ο Χατζητάτσης, χωρίς φτιασίδια και μεγάλα λόγια, λέει αυτόν τον καημό του ενός, εκφράζει τη συντριβή του, με τρόπο που δεν χωράει διαπραγματεύσεις, αρραγή κι αιχμηρό* με έναν ρυθμό που έρχεται από το παρελθόν –κι εννοώ τη ρίζα της δημοτικής ποίησης και της λαϊκής μουσικής, αλλά και την ποίηση του Σεφέρη και τη μελαγχολική τραγουδιστή ειρωνεία του Καρυωτάκη («Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τόλμημα, αν πω ότι κι αυτή η σελίδα, λευκό με μαύρα στίγματα, σαν περιστέρι, αδημονεί να ξεψυχήσει από το βλέμμα σου, αναγνώστη»)για τις ίδιες του τις λέξεις- και πηγαίνει στο μέλλον σταθερά κι αξιόπιστα, γιατί ακριβώς διαθέτει μετουσιωμένη τη μνήμη, αφομοιωμένη την Ιστορία. «Σε πλέκω και σε ξηλώνω, πατέρα, όπως η μητέρα ξήλωνε τα παλιά μάλλινα γιλέκα σου και τα ξανάπλεκε πάνω στο κορμί μου κι οι εικόνες να τυλίγουν το κορμί, ματωμένοι επίδεσμοι». Απαλλαγμένη η γραφή του από τα βάρη του σύγχρονου θορύβου και του παλιομοδίτικου λογοτεχνίζοντα σαματά, λάμπει σαν κρυστάλλινο δάκρυ στην άκρη του ματιού που δεν κυλά τελικά. Από περηφάνια. Δεν καταδέχεται η γραφή του Χατζητάτση άλλο σχήμα από την ευθύτητα. Δεν στρογγυλεύει την αλήθεια του για τίποτα και μιλά για τους ανθρώπους, μέσα απ’ αυτούς. Όχι αφ’ υψηλού. Κάτι που τόσο λείπει από τη νεοελληνική λογοτεχνία των τελευταίων χρόνων. Μια ατόφια συγγραφική προσωπικότητα με το δικό της ύφος, στέρεο και στιβαρό, μια γραφή που διασχίζει ψυχικά τοπία και χωροχρονικές εικόνες του σχετικά κοντινού παρελθόντος, μέσα από τη ματιά της ευαισθησίας* που συγκινεί με την αυθεντικότητά της και την ουσιαστικά ανθρωποκεντρική της βάση. «Νεκρικό βαμβάκι στο στόμα οι λέξεις. Και το χιόνι από ψηλά, μαύρο, να τα στρώνει όλα, πάλι, με τάξη». Τα δύο αυτά έργα του Χατζητάτση ανασυνθέτουν το μωσαϊκό μιας γενιάς που προδόθηκε από τις ίδιες τής ιδέες, εγκαταλείφθηκε στον απολύτως δικό της εσωτερικό μονόλογο της μνήμης και ποτέ δεν βγήκε από τα νερά του ονείρου που την εξέθρεψε, αβρόχοις ποσί. «Αλλά βαθιά τα νερά, και να κολυμπώ πια δεν ξέρω».